POST #6
«Ένα όργανο περισσότερο ένα λιγότερο να περιείχε ο οργανισμός μας και θα είχαμε μια εντελώς άλλη αντίληψη των πραγμάτων. Κοντολογίς, όλοι οι νόμοι που ισχύουν για την τωρινή διάρθρωση του οργανισμού μας θα ήταν τελείως διαφορετικοί αν ο οργανισμός μας είχε μια εντελώς άλλη διάρθρωση» Montesquieu (1689-1755)

«Όλα είναι ένα μυστήριο. Με τα πράγματα δεν επικοινωνούμε παρά μόνο διαμέσου των αξιοθρήνητων αισθήσεών μας, που είναι γεμάτες ατέλειες, ανάπηρες, αδύναμες, μόλις και μετά βίας έχουν την ικανότητα να διαπιστώνουν αυτό που τους περιβάλλει. Όλα είναι ένα μυστήριο. »Ας πάρουμε την μουσική, την θειική αυτή τέχνη, μια τέχνη που αναστατώνει την ψυχή, την παρασύρει, την μεθά, την ξετρελαίνει – λοιπόν, τί λογής πράγμα είναι ; Τίποτα. Δεν με καταλαβαίνεις ; Άκου. Ο αέρας πάλλεται, κι ο αριθμός, η ταχύτητα, η ένταση των παλμών ποικίλλει ανάλογα με το είδος της σύγκρουσης. Μέσα στο αυτί μας, λοιπόν, υπάρχει μια μικρή μεμβράνη που δέχεται αυτές τις δονήσεις του αέρα και τις μεταφέρει στον εγκέφαλό μας με την μορφή του ήχου. Φαντάσου ότι πίνεις νερό από ένα ποτήρι κι ότι μετατρέπεται μέσα στο στόμα σου σε κρασί. Το τύμπανο πετυχαίνει αυτήν την απίστευτη μεταμόρφωση, το εκπληκτικό αυτό θαύμα να μετατρέπει την κίνηση σε ήχο. Περί αυτού πρόκειται. 

»Η μουσική, αυτή η περίπλοκη και μυστηριώδης τέχνη, οφείλει την ύπαρξή της αποκλειστικά και μόνο στην περίεργη ιδιότητα μιας μικρής μεμβράνης. Αν αυτή η μεμβράνη δεν υπήρχε, μήτε κι ο ήχος θα υπήρχε, αφού αυτός καθαυτός δεν είναι άλλο από μια παλμική δόνηση. Χωρίς αυτί θα μπορούσαμε ποτέ να νιώσουμε την μουσική ; Όχι. Ε, λοιπόν, είμαστε ζωσμένοι από πράγματα που ποτέ δεν θα υποψιαστούμε, γιατί δεν διαθέτουμε τα όργανα που μπορούν να μας τα φανερώσουν.» Γκυ Ντε Μωπασάν, Ένας τρελός, 1884 

«Ο νους, ο υφαντής της ψευδαίσθησης, είναι επίσης ο μόνος εγγυητής της πραγματικότητας, η οποία υποχρεωτικά ανιχνεύεται πάντα στην βάση της ψευδαίσθησης» Arthur Eddington, The nature of the physical word, 1963
 

 
Όταν ήμουν μικρός η γιαγιά μου μού έμαθε το εξής παιχνίδι για να παίζω με τα γατάκια της αυλής μας : περνάς μια λεπτή κλοστούλα από τις δύο τρύπες ενός κουμπιού, κάνεις ένα μικρό κόμπο, δένοντας την κλωστή στο κουμπί, κι έπειτα κρατάς την κλωστή από την ελεύθερη άκρη της, αφήνοντας το κουμπί να κρέμεται προς τα κάτω (ένα μικρό αυτοσχέδιο γιο-γιο). Στην συνέχεια, ταράζοντας το χέρι σου, κουνάς το κουμπί μπροστά στα μάτια του γατιού ή αφήνεις το κουμπί να ακουμπήσει στο έδαφος και το κουνάς από εκεί. Αμέσως, η προσοχή του χαριτωμένου τετραπόδου εντείνετε. Τί είναι αυτό που σαλεύει έτσι μπροστά στα μάτια του ; Στην αρχή θα το δοκιμάσει, λίγο δειλά, με το χεράκι του ή, μάλλον, το ποδαράκι του, μετά θα κάτσει εντελώς ακίνητο, καρφώνοντας τον στόχο με τα μάτια του, με όλες του τις αισθήσεις σε επιφυλακή κι έπειτα, όταν κρίνει πως η στιγμή είναι κατάλληλη, συνήθως μόλις το κουμπί σταματήσει για λίγο να κινείται, θα του ορμίσει με ένα γενναίο σάλτο…

Εσύ φυσικά οφείλεις να κινήσεις το χέρι σου, διατηρώντας το κουμπί συνέχεια ελεύθερο και μετακινούμενο. Το γατάκι με το οποίο παίζεις μπορεί για μια στιγμή να εκπλαγεί αλλά μετά θα ξαναπροσπαθήσει, θα του ορμίσει, θα το γραπώσει με τα χέρια του, θα κάνει σβούρες, θα πηδήξει στον αέρα, και πάλι, και πάλι, και πάλι, ακούραστα θα κυνηγά το υποψήφιο θήραμά του. Μια φορά δοκίμασα το παιχνίδι με ένα κλαδί που έκοψα από ένα δένδρο της αυλής. Αφαίρεσα όλα τα φύλλα εκτός από αυτά που βρίσκονταν στην κορφή, στο άκρο του κλαδιού, και επιχείρησα πάλι το ίδιο παιχνίδι. Για αρκετή ώρα το γατάκι προσπαθούσε να γραπώσει το βασανισμένο μουριόφυλλο, κάνοντας όλες τις εκπληκτικές κινήσεις, δοκιμάζοντας κάθε ευφάνταστη πιρουέτα, και όταν επιτέλους το έπιανε, το έβαζε για λίγο στο στόμα του και δοκίμαζε με πάθος να το δαγκώσει. Μόλις διαπίστωνε πως δεν είχε κάποια ιδιαίτερη γεύση και δεν τρωγόταν, το άφηνε κι απομακρυνόταν. Σχεδόν αμέσως, όμως, μπορούσα να το ξεγελάσω και πάλι. 

Το γατάκι κυνηγούσε πάντα το ύποπτα κινούμενο αντικείμενο μπροστά του, όπως βλέπαμε ότι έκανε και με ένα έντομο, μια ακρίδα, που γινόταν εύκολα το γεύμα του. Έτσι, μια μέρα, όλο αυτό το παιχνίδι, με έβαλε σε σκέψεις. Τα γατάκια έπαιζαν μέσα στο χορτάρι, σκαρφάλωναν πάνω στα δένδρα με αξιοθαύμαστη ικανότητα, κι όμως, δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν πως αυτό που κινούνταν μπροστά τους δεν ήταν παρά ένα ακόμη φύλλο, ένα ασήμαντο αντικείμενο χωρίς ιδιαίτερη γεύση. Ξανά και ξανά, με την ίδια κάθε φορά ανανεωμένη ορμητικότητα, επιτίθονταν στο υποψήφιο θύμα τους. Τί να σήμαινε αυτό ;
 


Θυμήθηκα κάτι που είχα διαβάσει. Ένα πείραμα που δοκίμασαν οι επιστήμονες. Είχαν παρατηρήσει ότι μια γαλοπούλα, για παράδειγμα, προστατεύει πάντα τους νεοσσούς της όταν ένα απειλητικό κουνάβι πλησιάζει στην φωλιά της. Ενώ, εάν αντίθετα ένα μικρό γαλοπουλάκι απρόσεκτα ξεφύγει από την φωλιά, τότε αυτό το αφήνει ανενόχλητο να επιστρέψει. Οι επιστήμονες δεν άφησαν την φύση στην ησυχία της αλλά δοκίμασαν κάτι. Έβαλαν στο κουνάβι ένα μικρόφωνο, που έβγαζε ήχους όμοιους με αυτούς των νεοσσών, και αυτό που συνέβη τους εξέπληξε : η γαλοπούλα άφησε το κουνάβι ανενόχλητο να μπει στην φωλιά, δεν του επιτέθηκε, δεν το εμπόδισε καθόλου, μάλιστα το προστάτευσε κιόλας. Αντίστοιχα, έβαλαν σε ένα μικρό γαλοπουλάκι ένα μικρόφωνο με τους ήχους του κουναβιού και, καθώς αυτό πλησίαζε στην φωλιά, η γαλοπούλα του επιτέθηκε τσιμπώντας το. 

Έτσι έβγαλαν το συμπέρασμα πως για την γαλοπούλα δεν είχε τόση σημασία αυτό που έβλεπε (κάτι να πλησιάζει την φωλιά της), αλλά μάλλον αυτό που άκουγε και ανάλογα με τους ήχους που θα έβγαζε ο επισκέπτης θα αποφάσιζε αν θα του επιτεθεί ή όχι. Με άλλα λόγια, η εικόνα που είχε η γαλοπούλα για τον κόσμο της χρειαζόταν κυρίως τον ήχο για να συμπληρωθεί αποτελεσματικά. Εικόνα και ήχος μαζί έδιναν στην γαλοπούλα την αίσθηση της πραγματικότητάς της. Αν κάποιος διασάλευε την αίσθηση του ήχου, η γαλοπούλα ήταν τυφλή - όσο και αν είχε τα μάτια της ανοιχτά, δεν μπορούσε να έχει σαφή εικόνα του κόσμου της. 

Νομίζω πως δίκαια θα αναρωτιόταν κανείς πόσο περίεργος μπορεί να είναι εκείνος ο μυστηριώδης κόσμος της γαλοπούλας. Από τί αντικείμενα και οράματα μπορεί να αποτελείται… Αυτός ο κόσμος που για την γαλοπούλα είναι ο μόνος αληθινός, που έξω από αυτόν τίποτα άλλο δεν υπάρχει, εκτός ίσως από θολά φαντάσματα και θαυμαστά γεγονότα. Ένας κόσμος, που ενώ μοιράζεται την ίδια πραγματικότητα με εμάς, φαντάζει ωστόσο το ίδιο ονειρικός και απερίγραπτος, όσο και ο δικός μας για εκείνον… 

Τα συμπεράσματα από τέτοιου είδους πειράματα επεκτείνονται και στην περιοχή του ανθρώπου. Ο σκεπτικισμός πάνω στο ζήτημα της γνώσης του κόσμου μας είναι πολύ παλαιό φαινόμενο άλλωστε. Η σύγχρονη επιστήμη, μελετώντας την δομή και την λειτουργία του εγκεφάλου, θα μπορούσε να διατυπώσει την άποψη της ως εξής : Οτιδήποτε βλέπουμε βρίσκεται αρχικά μέσα στον εγκέφαλό μας, δεν προέρχεται απ’ έξω. Όχι μόνο το σχήμα αλλά επίσης και τα άτομα, τα αυτοκίνητα, τα αεροπλάνα, ο ήλιος, το φεγγάρι και τα αστέρια είναι εικόνες της πραγματικότητας κατασκευασμένες στον εγκέφαλό μας και έχουμε μόνο την εντύπωση ότι όλα αυτά τα πράγματα βρίσκονται απέξω.


«Έχουμε συσκευές στο εγκεφαλικό cortex οι οποίες σε σύγκριση με μια οθόνη τηλεόρασης παράγουν εικόνες στην συνείδησή μας από τις διεγέρσεις του νεύρου προερχόμενες από τον αμφλιστροειδή χιτώνα. Είναι χαρακτηριστικό της διαδικασίας της οράσεως ότι η συνείδησή μας καταγράφει την εικόνα του κεριού στον αμφλιστροειδή χιτώνα στο εσωτερικό του ματιού, αλλά έχουμε την εντύπωση ότι στεκόμαστε απέναντι από το φως του κεριού το οποίο βρίσκεται στον εξωτερικό χώρο, σε όρθια θέση και όχι με την κορυφή του προς τα κάτω. Όλες οι παρατηρήσεις ‘‘προβάλλονται’’ από τις αισθήσεις μας εξωτερικά στον χώρο. Έτσι βλέπουμε ‘‘πραγματικά’’ αντικείμενα εμπρός μας και γύρω μας». 

«Ο διακεκριμένος κυβερνιστής Heinz Forster ισχυρίζεται ότι το ανθρώπινο μυαλό δεν αντιλαμβάνεται τι είναι ‘‘εκεί έξω’’, αλλά τι πιστεύει ότι θα έπρεπε να είναι εκεί. Είμαστε σε θέση να δούμε, επειδή οι αμφλιστροειδείς χιτώνες μας απορροφούν το φως από το εξωτερικό κόσμο και μεταβιβάζουν τα σήματα στον εγκέφαλο. Το ίδιο ισχύει και για τους αισθητήριους υποδοχείς. Οπωσδήποτε οι αμφλιστροειδείς χιτώνες μας δεν βλέπουν χρώμα. Είναι τυφλοί στην ποιότητα της διέγερσής τους και ανταποκρίνονται μόνο στην ποσότητα της διέγερσής τους. Ισχυρίζεται ότι, αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ως έκπληξη επειδή όντως ‘‘εκεί έξω’’ δεν υπάρχει φως και χρώμα, υπάρχουν μόνο ηλεκτρομαγνητικά κύματα, ‘‘εκεί έξω’’ δεν υπάρχει ήχος και μουσική, υπάρχουν μόνο περιοδικές μεταβολές της πίεσης του αέρα, ‘‘εκεί έξω’’ δεν υπάρχει ζέστη και κρύο, υπάρχουν μόνο κινούμενα μόρια με λιγότερη ή περισσότερη μέση κινητική ενέργεια κτλ. Τελικά είναι σίγουρο ότι εκεί έξω δεν υπάρχει πόνος. Καθόσον η φύση της διέγερσης, η ποιότητά της, δεν κωδικοποιείται σε νευρώδη δραστηριότητα, η θεμελιώδης ερώτηση που προκύπτει είναι πώς ο νους μας επικαλείται την τρομακτική ποικιλία του έγχρωμου κόσμου, όπως τον βιώνουμε κάθε στιγμή ενώ είμαστε ξύπνιοι και μερικές φορές ενώ κοιμόμαστε». 

Πραγματικά, λοιπόν, τα όργανά μας είναι οι μόνοι μεσολαβητές ανάμεσα στον εξωτερικό κόσμο και σε εμάς. Αν δεν είχαμε τα όργανά μας, θα αγνοούσαμε εκείνα τα πράγματα που τώρα θεωρούμε δεδομένα. Ενώ, αν είχαμε μερικά όργανα επιπλέον, θα ανακαλύπταμε γύρω μας άπειρα άλλα πράγματα, που τώρα δεν μπορούμε να τα υποψιαστούμε καν, επειδή δεν διαθέτουμε τα μέσα που απαιτούνται για να τα διαισθανθούμε. Έτσι, δεν θα ήταν άδικο αν λέγαμε πως ''το Γνωστό μας εξαπατά, ενώ το Άγνωστο, που μας περιβάλλει, παραμένει ανεξερεύνητο''. Και οι επιστήμονες καταλήγουν στο συμπέρασμα πως : «Οι εικόνες που σχηματίζονται από διαφορετικά βιολογικά συστήματα της εξωτερικής πραγματικότητας είναι γενικά διαφορετικές η μία από την άλλη». 

Με όλα αυτά, μια ολίγον κωμική φαντασίωση σχηματίζεται στον νου μου : ένας ιπτάμενος δίσκος προσγειώνεται, λέει, στον κήπο του σπιτιού μου. Κι εγώ πετάγομαι πάνω ενθουσιασμένος, αρπάζω γρήγορα ό,τι όμορφο βρίσκω μπροστά μου, έναν πίνακα του Θεοτοκόπουλου για παράδειγμα, και τρέχω να υποδεχτώ τους διαγαλαξιακούς επισκέπτες μου. Αλλά εκείνα τα περίεργα όντα, προερχόμενα από έναν άλλο κόσμο, μένουν να κοιτούν έκπληκτα πότε εμένα και πότε τον μπογιατισμένο μουσαμά που κρατώ, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν τί ακριβώς τους δείχνω !


''Αλήθεια επί της γης, πλάνη πέραν της γης''. Δύο και δύο δεν κάνουν αναγκαστικά τέσσερα έξω από την γήινη ατμόσφαιρα. Όλα είναι απατηλά, όλα είναι πιθανά, και μπορούν να εκτιμηθούν με πολυποίκιλους τρόπους. 

Η στρατηγική της φύσης, συνεχίζουν οι επιστήμονες πάνω σε αυτήν την άποψη, είναι να παίρνει όσο το δυνατό λιγότερες πληροφορίες από τον εξωτερικό κόσμο. Έτσι, εξαρχής και κατά κύριο λόγο, η εξωτερική πραγματικότητα δεν προσδιορίζεται από τις έννοιες ‘‘αληθής’’ και ‘‘μη-αληθής’’, αλλά από τις εκφράσεις ‘‘ευνοϊκό απέναντι στην ζωή’’ και ‘‘εχθρικό απέναντι στην ζωή’’. 

Σχετικά με αυτό το σημείο, ο Hoimar αναφέρει : «Στην συσκευή αντίληψης μας, την οποία χρειαζόμαστε σαν ζώντες οργανισμοί στο στάδιο της εξέλιξης μας, είναι προσιτές μόνο οι ιδιότητες του εξωτερικού κόσμου. Επίσης το μυαλό μας έχει εξελιχθεί όχι σαν όργανο ικανό να καταλάβει τον κόσμο αλλά σαν ένα όργανο ικανό να επιζήσει». Η πιθανότητα ύπαρξης μιας πλάνης πρέπει να απομακρυνθεί όσο γίνεται πιο μακριά, να μην υπάρχουν αμφιβολίες που να αφορούν την συγκεκριμένη κατάσταση του περιβάλλοντος. Γι’ αυτό το σκοπό, η εικόνα της πραγματικότητας που σχεδιάστηκε από τα άτομα πρέπει να είναι σωστή, αλλά για λόγους οικονομίας να περιέχει μόνο τις πληροφορίες που είναι απολύτως απαραίτητες για την επιβίωση. Δηλαδή πρέπει να καταλαβαίνουμε πότε το ίσωμα μπροστά μας διακόπτεται και πότε ξεκινά ο γκρεμός, πού αρχίζει η στεριά και πού η θάλασσα και πού ο τοίχος που πρέπει να αποφύγουμε για να μην πέσουμε πάνω του. Παρόλο που στο ανθρώπινο είδος παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο να υπάρχουν κι εκείνοι που επιμένουν να περάσουν μέσα από τον τοίχο, χτυπώντας το κεφάλι τους πάνω σε αυτόν συνεχώς… :) 

«Πώς θα μπορούσε να συμβεί μια ακριβής μεταφορά από την πραγματικότητα στον εγκέφαλο ; Αν το ανθρώπινο σώμα θέλει να αντιγράψει -κάνοντας χρήση της βιολογικής συσκευής ανίχνευσης- την εξωτερική πραγματικότητα πρέπει αναγκαστικά να βιώσει την πραγματικότητα αυτή. Αλλά πώς μπορεί η πληροφορία για τον χώρο και τον χρόνο να διεισδύσει στον εγκέφαλο ; Δεν μπορεί γιατί δεν υπάρχει η δυνατότητα αυτή. Με άλλα λόγια, από την άποψη αυτή ο χώρος και ο χρόνος είναι εσωτερικά στοιχεία, δηλαδή ο χώρος και ο χρόνος είναι αποκλειστικά στοιχεία της εικόνας και δεν έχει νόημα να υποθέτουμε πως είναι στοιχεία της εξωτερικής πραγματικότητας. Το γεγονός είναι ότι οι χωρικές συντεταγμένες και ο χρόνος είναι στοιχεία ενός φανταστικού δικτύου το οποίο ο παρατηρητής τοποθετεί διανοητικά επάνω από την εικόνα που βρίσκεται εμπρός του». 

Κι αν ακόμη για τα υλικά αντικείμενα που παρατηρούμε γύρω μας, που αποτελούν το περιβάλλον μας, έχουμε σχηματίσει μια, κατά το δυνατόν, ακριβή εικόνα, λόγω της συνεχούς αλληλεπίδρασης μαζί τους, για τον χώρο, την γεωμετρία του κόσμου μας, και τον χρόνο, πώς σχηματίστηκαν οι αντίστοιχες αντιλήψεις ; Με ποιόν τρόπο μπόρεσε ο χώρος και ο χρόνος να βιωθεί από την βιολογική μηχανή ανίχνευσης ; Αλλά μήπως δεν βιώθηκε, μήπως δεν ήρθε απ’ έξω ; Μήπως εφευρέθηκε εξ’ ολοκλήρου από τον νου, σα ένα κατάλληλο σχέδιο, ένας ταιριαστός καμβάς για να τοποθετηθούν τα άλλα δεδομένα ; Κι αν είναι έτσι, τότε ποιός είναι ο πραγματικός χώρος και ο πραγματικός χρόνος ; Με ποιόν τρόπο υπάρχει ο χώρος και ο χρόνος σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε απόλυτη, βασική πραγματικότητα και από την οποία εκπορεύονται τα πάντα ;


Λοιπόν, φαίνεται πως για εκείνη την ‘‘βασική πραγματικότητα’’ ξέρουμε ελαχιστότατα πράγματα, μάλλον διαθέτουμε μια θολή αντανάκλασή της, απλά ένα χρηστικό σύστημα πλοήγησης, προερχόμενο από την μακροχρόνια βιολογική εξέλιξη και τις δικές μας νοητικές προσπάθειες. Γι’ αυτό και για καμία πεποίθησή μας δεν μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα την καθολικότητά της. Γι’ αυτό και η μοίρα μας φαίνεται να είναι, όσον αφορά την άποψή μας για την φύση της πραγματικότητας, καταδικασμένη σε συνεχείς αναθεωρήσεις. 

Ο ανθρώπινος νους πλάθει κάθε φορά μια δική του εικόνα της πραγματικότητας, την οποία στην συνέχεια έχει την τάση να προσπαθεί να την ταυτίσει με την πραγματική εικόνα. Κι ανάμεσα σε αυτές τις δύο πραγματικότητες, ανάμεσα σ’ έναν κόσμο απρόσιτο που λειτουργεί αόρατος μέσα στα ανθρώπινα, και σε έναν κόσμο πλασματικό που αποτελεί δημιούργημα του ανθρώπου, διαδραματίζεται όλη η δραματική μας ιστορία… 

Θα μπορούσαμε λοιπόν να συνοψίσουμε ως εξής : Δεν υπάρχει η αλήθεια ενός συγκεκριμένου πράγματος, αλλά μόνο η σχέση μεταξύ δύο παραγόντων που καθιστά το συγκεκριμένο πράγμα υπαρκτό. Γνωρίζω κάτι ανάλογα με το πώς σχετίζομαι με αυτό, οπότε η αλήθεια ενός αντικειμένου είναι η ίδια λειτουργία πρόσληψης του αντικειμένου αυτού. Αν το γνωρίσουμε καλά αυτό, αν το συνειδητοποιήσουμε βαθιά, θα δούμε πως είναι πολύ δύσκολο να το ξεχάσουμε, αφού η λειτουργία πρόσληψης συμβαίνει κάθε στιγμή. Έτσι, ο μόνος τρόπος για να βρεθεί κανείς μακριά από την αλήθεια είναι πραγματικά να ξεχαστεί, να ξεχάσει δηλαδή πως η αλήθεια (α–λήθη) είναι η δική του λειτουργία πρόσληψης της αλήθειας. Κι οι συνέπειες αυτού του γεγονότος εκτείνονται σχεδόν απεριόριστα σε όλους τους τομείς του ανθρώπου : την επιστήμη, την θρησκεία, την κοινωνία, την ψυχολογία, την τέχνη…

υγ: όλα τα αποσπάσματα που χρησιμοποιούνται μέσα σε εισαγωγικά στο κείμενο είναι από το βιβλίο του W. Schommers, ‘‘Χρόνος και Χώρος, Ύλη και Νους’’, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών. Διαβάστε επίσης την συλλογή διηγημάτων του Γκυ Ντε Μωπασάν ''Ο εξαποδός και άλλες ιστορίες''.