Είχα ακούσει μονάχα το όνομα του Ε.Τ.Α. Χόφμαν και διαβάσει κάποια, πολύ λίγα, μικρά αποσπάσματα από έργα του σε κάποια περιοδικά, μέχρι που ένας φίλος μού δώρισε μια μέρα ένα μικρό βιβλίο (εκδόσεις Οδυσσέας, 1998), αγορασμένο από το Παζάρι της Κλαυθμώνος, που περιείχε τρεις ιστορίες αυτού του περίφημου, Ρομαντικού συγγραφέα του φανταστικού. Η θεματολογία του Χόφμαν και η διεισδυτικότητα της προσέγγισής του σε αυτήν με ξάφνιασε ευχάριστα, και έπειτα ακολούθησε μία - εξίσου πάντα ευχάριστη - συγχρονικότητα γεγονότων μέσα από μία αλυσίδα βιβλίων...
Ένα άρθρο εξ' ολοκλήρου αφιερωμένο στον ''Αμμάνθρωπο'' γράφτηκε για την ''Φανταστική Λογοτεχνία'' της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. Ενώ το άρθρο που ακολουθεί με τίτλο ''Το Φανταστικό στην Λογοτεχνία: από τον Χόφμαν στον Κάφκα'' γράφτηκε για το λογοτεχνικό περιοδικό Litteraterra, που το 4ο τεύχος του ήταν αφιερωμένο στο θέμα ''Φαντασία και Πραγματικότητα - Οι Πύλες της Αντίληψης''.
Απ' όσο ξέρω, είναι από τις ελάχιστες φορές, στην ελληνική βιβλιογραφία, που δίνεται συγκεκριμένα τόση προσοχή στο έργο του Ε.Τ.Α. Χόφμαν. Αξίζει όμως να τον ξαναθυμηθούμε, να τον προσέξουμε, να ξαναεκδόσουμε τα έργα του...
«Το μάτι μισοβλέπει, η φαντασία ολοκληρώνει»
Θεόφιλος Γκωτιέ
Τον 18ο αιώνα, τα μεσαιωνικά μυθιστορήματα ρομαντισμού και μυστηρίου θα βρουν την ολοκλήρωσή τους στο λεγόμενο γοτθικό μυθιστόρημα, που θα καθιερωθεί γρήγορα ως επιτυχημένη λογοτεχνική φόρμα. Ως αφετηρία θεωρείται το Κάστρο του Οτράντο του Οράτιου Ουόλπολ, το οποίο θα γνωρίσει τεράστια διάδοση και πολλούς μιμητές σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στα δραματουργικά εργαλεία αυτών των μυθιστορημάτων κυριαρχούσε μια πληθώρα τυπικών χαρακτηριστικών και λογοτεχνικών συμβάσεων, όπως το αρχαίο γοτθικό κάστρο με τον τεράστιο όγκο του, οι δαιδαλώδεις εγκαταλειμμένες πτέρυγες με τις κρυφές κατακόμβες, τα γκροτέσκα στοιχειώματα και οι ανατριχιαστικοί θρύλοι, ενώ για να δημιουργηθούν οι κατάλληλες εντυπώσεις στους αναγνώστες χρησιμοποιούνταν μία ατελείωτη σειρά από σκηνικά βοηθήματα, όπως παράξενοι φωτισμοί, σβησμένες λάμπες, μουχλιασμένα χειρόγραφα, μεντεσέδες που τρίζουν και κινούμενες ταπισερί.
Όμως, καθώς το γοτθικό σκηνικό θα δίνει την σειρά του στο ρομαντικό κίνημα, θα αρχίσουν να εμφανίζονται έργα που θα ξεφεύγουν από αυτά τα εξωτερικά γοτθικά γνωρίσματα, χωρίς να αρνούνται πλήρως το γενικότερο πνεύμα αυτών των ιστοριών και τον τύπο των γεγονότων που περιγράφουν. Ο όρος Ρομαντισμός θα χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει μια συγκεκριμένη κατηγορία ψυχικών καταστάσεων, οι οποίες σύντομα θα πρωταγωνιστήσουν στην αισθητική του ρομαντικού κινήματος. Σε αυτά τα έργα, οι χαρακτήρες θα εμπλουτιστούν με έναν έντονο συναισθηματικό κόσμο, συχνά διαταραγμένο, και η προβληματική τους θα επικεντρωθεί σε εκείνες τις ασυνείδητες ενορμήσεις που καθορίζουν την συμπεριφορά των ηρώων. Αμφότερα αυτά τα στοιχεία θα έχουν ως αποτέλεσμα να αμφισβητηθεί η πληρότητα και το απόλυτο του δεδομένου απτού κόσμου και να εισέλθουν σε αυτόν νέες καταστάσεις, που τις ονομάζουμε φανταστικές, μιας άλλης πραγματικότητας, ενός άλλου επιπέδου ύπαρξης. Έτσι, ο φόβος και η αγωνία θα αποσπαστούν από την σφαίρα του συμβατικού και θα εξυψωθούν σε μία υπαρξιακή αναζήτηση, σε ένα φρικτό πεπρωμένο πάνω από την ίδια την ανθρωπότητα, αποκτώντας μια πρωτόγνωρη μυστικιστική διάσταση, ενώ τα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού θα διαρραγούν, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου κυριαρχεί το όνειρο, η νοσταλγία, το ασυνείδητο, το μυθικό, το δαιμονικό και το θείο. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μας, για μία θαυμαστή επανάσταση στον χώρο του πνεύματος, η οποία θα μεταγγιστεί με επιτυχία σε ορισμένα αξιομνημόνευτα λογοτεχνικά έργα.
Μία από τις σημαντικότερες μορφές αυτού του θαυμαστού κινήματος υπήρξε ο Βερολινέζος διηγηματογράφος Ε. Τ. Α. Χόφμαν. Κι επειδή ο χώρος ενός άρθρου δεν ανταποκρίνεται σε μία μακροσκελή περιγραφή όλων των αντίστοιχων έργων και συγγραφέων, ο Χόφμαν μπορεί να λειτουργήσει πολύ καλά ως εκπρόσωπος του συγκεκριμένου είδους. Θα χρησιμοποιήσουμε, λοιπόν, τρία από τα χαρακτηριστικότερα έργα του για να δούμε πώς αυτή η τάση για την αναζήτηση των ορίων της ύπαρξης πέρα από τα σύνορα της καθημερινής ζωής, η μυστική ένωση πραγματικότητας και φαντασίας, με τα οράματα της φαντασίας να φτάνουν μέχρι και την υπέρβαση των περιορισμών της πραγματικότητας, διατυπώθηκε στον χώρο της λογοτεχνίας.
Θεόφιλος Γκωτιέ
Τον 18ο αιώνα, τα μεσαιωνικά μυθιστορήματα ρομαντισμού και μυστηρίου θα βρουν την ολοκλήρωσή τους στο λεγόμενο γοτθικό μυθιστόρημα, που θα καθιερωθεί γρήγορα ως επιτυχημένη λογοτεχνική φόρμα. Ως αφετηρία θεωρείται το Κάστρο του Οτράντο του Οράτιου Ουόλπολ, το οποίο θα γνωρίσει τεράστια διάδοση και πολλούς μιμητές σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στα δραματουργικά εργαλεία αυτών των μυθιστορημάτων κυριαρχούσε μια πληθώρα τυπικών χαρακτηριστικών και λογοτεχνικών συμβάσεων, όπως το αρχαίο γοτθικό κάστρο με τον τεράστιο όγκο του, οι δαιδαλώδεις εγκαταλειμμένες πτέρυγες με τις κρυφές κατακόμβες, τα γκροτέσκα στοιχειώματα και οι ανατριχιαστικοί θρύλοι, ενώ για να δημιουργηθούν οι κατάλληλες εντυπώσεις στους αναγνώστες χρησιμοποιούνταν μία ατελείωτη σειρά από σκηνικά βοηθήματα, όπως παράξενοι φωτισμοί, σβησμένες λάμπες, μουχλιασμένα χειρόγραφα, μεντεσέδες που τρίζουν και κινούμενες ταπισερί.
Όμως, καθώς το γοτθικό σκηνικό θα δίνει την σειρά του στο ρομαντικό κίνημα, θα αρχίσουν να εμφανίζονται έργα που θα ξεφεύγουν από αυτά τα εξωτερικά γοτθικά γνωρίσματα, χωρίς να αρνούνται πλήρως το γενικότερο πνεύμα αυτών των ιστοριών και τον τύπο των γεγονότων που περιγράφουν. Ο όρος Ρομαντισμός θα χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει μια συγκεκριμένη κατηγορία ψυχικών καταστάσεων, οι οποίες σύντομα θα πρωταγωνιστήσουν στην αισθητική του ρομαντικού κινήματος. Σε αυτά τα έργα, οι χαρακτήρες θα εμπλουτιστούν με έναν έντονο συναισθηματικό κόσμο, συχνά διαταραγμένο, και η προβληματική τους θα επικεντρωθεί σε εκείνες τις ασυνείδητες ενορμήσεις που καθορίζουν την συμπεριφορά των ηρώων. Αμφότερα αυτά τα στοιχεία θα έχουν ως αποτέλεσμα να αμφισβητηθεί η πληρότητα και το απόλυτο του δεδομένου απτού κόσμου και να εισέλθουν σε αυτόν νέες καταστάσεις, που τις ονομάζουμε φανταστικές, μιας άλλης πραγματικότητας, ενός άλλου επιπέδου ύπαρξης. Έτσι, ο φόβος και η αγωνία θα αποσπαστούν από την σφαίρα του συμβατικού και θα εξυψωθούν σε μία υπαρξιακή αναζήτηση, σε ένα φρικτό πεπρωμένο πάνω από την ίδια την ανθρωπότητα, αποκτώντας μια πρωτόγνωρη μυστικιστική διάσταση, ενώ τα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού θα διαρραγούν, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου κυριαρχεί το όνειρο, η νοσταλγία, το ασυνείδητο, το μυθικό, το δαιμονικό και το θείο. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μας, για μία θαυμαστή επανάσταση στον χώρο του πνεύματος, η οποία θα μεταγγιστεί με επιτυχία σε ορισμένα αξιομνημόνευτα λογοτεχνικά έργα.
Μία από τις σημαντικότερες μορφές αυτού του θαυμαστού κινήματος υπήρξε ο Βερολινέζος διηγηματογράφος Ε. Τ. Α. Χόφμαν. Κι επειδή ο χώρος ενός άρθρου δεν ανταποκρίνεται σε μία μακροσκελή περιγραφή όλων των αντίστοιχων έργων και συγγραφέων, ο Χόφμαν μπορεί να λειτουργήσει πολύ καλά ως εκπρόσωπος του συγκεκριμένου είδους. Θα χρησιμοποιήσουμε, λοιπόν, τρία από τα χαρακτηριστικότερα έργα του για να δούμε πώς αυτή η τάση για την αναζήτηση των ορίων της ύπαρξης πέρα από τα σύνορα της καθημερινής ζωής, η μυστική ένωση πραγματικότητας και φαντασίας, με τα οράματα της φαντασίας να φτάνουν μέχρι και την υπέρβαση των περιορισμών της πραγματικότητας, διατυπώθηκε στον χώρο της λογοτεχνίας.
Η ''Πριγκίπισσα Μπραμπίλα'' χαρακτηρίζεται από τον Χόφμαν ως ένα capriccio τοποθετημένο στην Ρώμη την περίοδο του καρναβαλιού. Ο Τζίλιο, ένας νεαρός ηθοποιός, ακούει από τον γερο-Τσελιονάτι πως η ωραιότερη όλων, η θεϊκή πριγκίπισσα Μπραμπίλα έχει εγκατασταθεί στο παλάτσο Πιστόγια και, στην προσπάθειά του να την διακρίνει, κυνηγώντας την, νομίζοντας πως τη μισοβλέπει μέσα στο πολύχρωμο καρναβάλι, την ερωτεύεται τρελά. «Θεϊκή Μπραμπίλα, θεϊκή Μπραμπίλα, η σκέψη μου είναι σε σένα, η σκέψη μου είναι στην ονειρική σου εικόνα!», αναφωνεί ενθουσιασμένος.
Το θέμα του έργου είναι ο σφοδρός έρωτας απέναντι σε μία εξιδανικευμένη εικόνα, όπου η ερωτική σαγήνη γρήγορα μετατρέπεται σε ερωτικό άγχος, με αποτέλεσμα η πραγματικότητα του ήρωα να παραμορφώνεται και τα όρια μεταξύ ονειρικού και πραγματικού, πνεύματος και ύλης, να αρχίζουν να διασαλεύονται. Να πώς περιγράφει ο Χόφμαν την αιθέρια εικόνα του πόθου: «μια θαυμάσια κεντήστρα, που ο καλός Θεός της χάρισε όμορφο κορμί, συμπαθητικό πρόσωπο και προπάντων την εσωτερική μαγική δύναμη που κάνει μια γυναίκα αληθινή γυναίκα… Η ίδια είναι το τρυφερό μυστικό της θηλυκότητας που τη μία με την εκθαμβωτική λάμψη πλούσιων χρωμάτων, την άλλη με το γλυκό φέγγος λευκών φεγγαραχτίδων, ροδόχρωμης ομίχλης, μαγεύει εσάς τους άντρες. Προσελκυσμένοι από επιθυμία και πόθο πλησιάζετε το θαυμάσιο μυστικό, κοιτάζετε τη δυνατή νεράιδα κάτω από τον μαγικό εξοπλισμό της. Δεν ισχύουν τότε θέσεις και τάξεις…»
Στην αρχή του δευτέρου κεφαλαίου, ο Χόφμαν διακόπτει την αφήγησή του για να απευθυνθεί προσωπικά στον αναγνώστη. Πρόκειται για μια τεχνική συνηθισμένη στα έργα εκείνης της εποχής, κι όσα διατυπώνονται εκεί μοιάζουν με μια προγραμματική δήλωση ολόκληρου του έργου.
«Υπομονετικέ μου αναγνώστη, πού και πού κατάφερα να συλλάβω και να δώσω μορφή σε κάποιες παραμυθένιες περιπέτειες, τη στιγμή ακριβώς που αυτές οι αιθέριες εικόνες του ερεθισμένου πνεύματος ήταν έτοιμες να χαθούνŸ όποιος είχε μάτια για κάτι τέτοια, τα έβλεπε πράγματι στην ζωή γι’ αυτό και τα πίστευε. Έτσι, εξακολουθώ να έχω το θάρρος να καταγίνομαι δημόσια με κάθε είδους παράξενα πλάσματα και με αρκετές τρελές εικόνες, να προκαλώ μάλιστα ακόμη και τους πλέον σοβαρούς ανθρώπους σ’ αυτήν την επεισοδιακά πολύχρωμη παρέα. Κι αυτό το θάρρος, πολυαγαπημένε μου αναγνώστη, μην το εκλάβεις ως θράσος αλλά ως μια συγχωρητέα προσπάθεια να σε βγάλω από τη στενότητα της καθημερινότητας και να σε διασκεδάσω, με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, σε ένα έδαφος ξένο, το οποίο τελικά αποτελεί τον περιφραγμένο χώρο ενός βασιλείου όπου κυριαρχεί το ανθρώπινο πνεύμα της αληθινής ζωής και ύπαρξης».
Σε αυτό το απόσπασμα, με ένα σχεδόν απολογητικό ύφος, ο Χόφμαν φαίνεται να υπερασπίζεται την «πραγματικότητα» των παράξενων πλασμάτων και των τρελών εικόνων. Όποιος είχε μάτια για κάτι τέτοια (ας κρατήσουμε αυτήν την λέξη, η οποία αναφέρεται έμμεσα στην έννοια της οπτική γωνίας), όποιος είχε κατάλληλα ερεθισμένο πνεύμα, τα έβλεπε πράγματι στην ζωή του και γι’ αυτό τα πίστευε. Δεν πρόκειται για μια παραξενιά του συγγραφέα, συνεχίζει ο Χόφμαν, αλλά για μια συγχωρητέα, ευεργετική προσπάθεια να αποσπαστεί ο νους μας από τη στενότητα της καθημερινής ζωής και να αντικρίσει την ευρύτερη, αληθινή επικράτεια του ανθρωπίνου πνεύματος.
Λίγο παρακάτω αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Συχνά στη ζωή στεκόμαστε ξαφνικά μπρος στην ανοιχτή πόρτα ενός θαυμαστού μαγικού βασιλείου που μας επιτρέπει να ρίξουμε ματιές στο εσωτερικό του παντοδύναμου πνεύματος, του οποίου την πνοή διαισθανόμαστε γύρω μας… Δεν είδες ποτέ στη ζωή σου ένα παράξενο όνειρο που δεν το γέννησε το χαλασμένο στομάχι, το οινόπνευμα ή ο πυρετός; Δεν ένιωσες ποτέ ότι η μαγική εικόνα – που συνήθως σου μιλούσε μόνο μέσα από ασαφή προαισθήματα – σε μια παράξενη σύζευξη με το πνεύμα σου κατέλαβε όλο σου το είναι;»
Με αυτά τα λόγια ο Χόφμαν φαίνεται να αναγνωρίζει το φανταστικό ως μέρος του καθολικού πνεύματος που διαπερνά τα πάντα, πέρα και πίσω από τις εμφανείς υλικές εκδηλώσεις. Έτσι, το φανταστικό δανείζεται τις όψεις της ψυχικής πραγματικότητας και αποτελεί το αντικείμενο εκείνου του βλέμματος που είναι προικισμένο με μια διπλή λειτουργία: ν’ αποκρυπτογραφεί τα μυστικά τόσο του εξωτερικού όσο και του εσωτερικού χώρου. Πρόκειται δηλαδή για εκείνη την αόριστη πρόσληψη του αιθέριου κόσμου που μας περιβάλλει και που δεν μπορούμε να τον ανακαλύψουμε αν δεν περάσουμε σε συνθήκες μιας ιδιαίτερης όρασης.
Το θέμα του έργου είναι ο σφοδρός έρωτας απέναντι σε μία εξιδανικευμένη εικόνα, όπου η ερωτική σαγήνη γρήγορα μετατρέπεται σε ερωτικό άγχος, με αποτέλεσμα η πραγματικότητα του ήρωα να παραμορφώνεται και τα όρια μεταξύ ονειρικού και πραγματικού, πνεύματος και ύλης, να αρχίζουν να διασαλεύονται. Να πώς περιγράφει ο Χόφμαν την αιθέρια εικόνα του πόθου: «μια θαυμάσια κεντήστρα, που ο καλός Θεός της χάρισε όμορφο κορμί, συμπαθητικό πρόσωπο και προπάντων την εσωτερική μαγική δύναμη που κάνει μια γυναίκα αληθινή γυναίκα… Η ίδια είναι το τρυφερό μυστικό της θηλυκότητας που τη μία με την εκθαμβωτική λάμψη πλούσιων χρωμάτων, την άλλη με το γλυκό φέγγος λευκών φεγγαραχτίδων, ροδόχρωμης ομίχλης, μαγεύει εσάς τους άντρες. Προσελκυσμένοι από επιθυμία και πόθο πλησιάζετε το θαυμάσιο μυστικό, κοιτάζετε τη δυνατή νεράιδα κάτω από τον μαγικό εξοπλισμό της. Δεν ισχύουν τότε θέσεις και τάξεις…»
Στην αρχή του δευτέρου κεφαλαίου, ο Χόφμαν διακόπτει την αφήγησή του για να απευθυνθεί προσωπικά στον αναγνώστη. Πρόκειται για μια τεχνική συνηθισμένη στα έργα εκείνης της εποχής, κι όσα διατυπώνονται εκεί μοιάζουν με μια προγραμματική δήλωση ολόκληρου του έργου.
«Υπομονετικέ μου αναγνώστη, πού και πού κατάφερα να συλλάβω και να δώσω μορφή σε κάποιες παραμυθένιες περιπέτειες, τη στιγμή ακριβώς που αυτές οι αιθέριες εικόνες του ερεθισμένου πνεύματος ήταν έτοιμες να χαθούνŸ όποιος είχε μάτια για κάτι τέτοια, τα έβλεπε πράγματι στην ζωή γι’ αυτό και τα πίστευε. Έτσι, εξακολουθώ να έχω το θάρρος να καταγίνομαι δημόσια με κάθε είδους παράξενα πλάσματα και με αρκετές τρελές εικόνες, να προκαλώ μάλιστα ακόμη και τους πλέον σοβαρούς ανθρώπους σ’ αυτήν την επεισοδιακά πολύχρωμη παρέα. Κι αυτό το θάρρος, πολυαγαπημένε μου αναγνώστη, μην το εκλάβεις ως θράσος αλλά ως μια συγχωρητέα προσπάθεια να σε βγάλω από τη στενότητα της καθημερινότητας και να σε διασκεδάσω, με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, σε ένα έδαφος ξένο, το οποίο τελικά αποτελεί τον περιφραγμένο χώρο ενός βασιλείου όπου κυριαρχεί το ανθρώπινο πνεύμα της αληθινής ζωής και ύπαρξης».
Σε αυτό το απόσπασμα, με ένα σχεδόν απολογητικό ύφος, ο Χόφμαν φαίνεται να υπερασπίζεται την «πραγματικότητα» των παράξενων πλασμάτων και των τρελών εικόνων. Όποιος είχε μάτια για κάτι τέτοια (ας κρατήσουμε αυτήν την λέξη, η οποία αναφέρεται έμμεσα στην έννοια της οπτική γωνίας), όποιος είχε κατάλληλα ερεθισμένο πνεύμα, τα έβλεπε πράγματι στην ζωή του και γι’ αυτό τα πίστευε. Δεν πρόκειται για μια παραξενιά του συγγραφέα, συνεχίζει ο Χόφμαν, αλλά για μια συγχωρητέα, ευεργετική προσπάθεια να αποσπαστεί ο νους μας από τη στενότητα της καθημερινής ζωής και να αντικρίσει την ευρύτερη, αληθινή επικράτεια του ανθρωπίνου πνεύματος.
Λίγο παρακάτω αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Συχνά στη ζωή στεκόμαστε ξαφνικά μπρος στην ανοιχτή πόρτα ενός θαυμαστού μαγικού βασιλείου που μας επιτρέπει να ρίξουμε ματιές στο εσωτερικό του παντοδύναμου πνεύματος, του οποίου την πνοή διαισθανόμαστε γύρω μας… Δεν είδες ποτέ στη ζωή σου ένα παράξενο όνειρο που δεν το γέννησε το χαλασμένο στομάχι, το οινόπνευμα ή ο πυρετός; Δεν ένιωσες ποτέ ότι η μαγική εικόνα – που συνήθως σου μιλούσε μόνο μέσα από ασαφή προαισθήματα – σε μια παράξενη σύζευξη με το πνεύμα σου κατέλαβε όλο σου το είναι;»
Με αυτά τα λόγια ο Χόφμαν φαίνεται να αναγνωρίζει το φανταστικό ως μέρος του καθολικού πνεύματος που διαπερνά τα πάντα, πέρα και πίσω από τις εμφανείς υλικές εκδηλώσεις. Έτσι, το φανταστικό δανείζεται τις όψεις της ψυχικής πραγματικότητας και αποτελεί το αντικείμενο εκείνου του βλέμματος που είναι προικισμένο με μια διπλή λειτουργία: ν’ αποκρυπτογραφεί τα μυστικά τόσο του εξωτερικού όσο και του εσωτερικού χώρου. Πρόκειται δηλαδή για εκείνη την αόριστη πρόσληψη του αιθέριου κόσμου που μας περιβάλλει και που δεν μπορούμε να τον ανακαλύψουμε αν δεν περάσουμε σε συνθήκες μιας ιδιαίτερης όρασης.
Μάλιστα, από τη στιγμή που ο Τζίλιο θα εισέλθει στην περιοχή του φαντασιακού, θα χάσει από μπροστά του όλα τα στοιχεία του υλικού κόσμου. Η πραγματικότητα, στην πρότερή της μορφή, δεν έχει πλέον γι’ αυτόν καμία αξία, κι έτσι χάνει την ύπαρξή της.
«Όταν είσαι σε μία τέτοια ονειρική κατάσταση, πληγώνεις τα πόδια σου σε αιχμηρές πέτρες, ξεχνάς να βγάλεις το καπέλο σε σημαντικούς ανθρώπους, καλημερίζεις τους φίλους σου μες τ’ άγρια μεσάνυχτα, κουτουλάς στις πόρτες επειδή ξεχνάς να τις ανοίξεις πρώτα. Κοντολογίς, το πνεύμα φορά το σώμα σαν άβολο ρούχο που παραείναι φαρδύ, μακρύ και άκαμπτο».
Τελικά η λύση δεν μπορεί να επέλθει με την περιφρόνηση αυτής της νέας κατάστασης, το φανταστικό δεν πρέπει να υποτιμηθεί ούτε να αγνοηθεί. Αυτό που απαιτείται είναι μάλλον η συνειδητή διείσδυση σε αυτές τις περιοχές που η συνηθισμένη περιορισμένη μας αντίληψη έχει αποκλείσει. Η θεατρική τέχνη του Τζίλιο προσφέρει μία κατάλληλη αλληγορία γι’ αυτό: «στον μικρόκοσμο που λέγεται θέατρο έπρεπε να βρεθεί ένα ζευγάρι που εσωτερικά δεν εμψυχωνόταν μόνο από αληθινή φαντασία αλλά ήταν σε θέση να αναγνωρίσει αυτήν την ψυχική διάθεση αντικειμενικά, σαν σε καθρέπτη, και να την βγάζει προς τα έξω έτσι ώστε να επιδρά σαν μεγάλο θαύμα στον απέραντο κόσμο που περικλείει τον μικρόκοσμο του θεάτρου».
Ο ''Αμμάνθρωπος'' (ή ''Ζάντμαν'' κατά την ελληνική μετάφραση) αποτελεί ένα από τα πιο φημισμένα έργα του Χόφμαν. Πρόκειται για την ιστορία ενός νεαρού κι ευαίσθητου φοιτητή, του Ναθαναήλ, ο οποίος δεν μπορεί να απαλλαγεί από κάποιες συγκεκριμένες αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας. Τον απασχολεί ο θάνατος του πατέρα του κατά τη διάρκεια κάποιων περίεργων αλχημιστικών πειραμάτων, που εκτελούνταν με την βοήθεια ενός μυστηριώδους συντρόφου. Αυτά τα πειράματα γίνονταν συνήθως τη νύχτα, και η μητέρα του φρόντιζε να τον στέλνει γρήγορα για ύπνο φοβερίζοντάς τον με τη μορφή του Ζάντμαν, ενός μπαμπούλα των παραμυθιών. Όταν ρωτά τη γριά παραμάνα, εκείνη τον πληροφορεί πως πρόκειται για ένα φοβερά κακό πνεύμα που ρίχνει άμμο στα μάτια των παιδιών για να τους τα αφαιρέσει και να ταΐσει με αυτά τα δικά του παιδιά. Και τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα όταν ένα βράδυ ο μικρός Ναθαναήλ διεισδύσει στο αλχημιστικό εργαστήριο όπου ο συνεργάτης του πατέρα του θα απειλήσει να του κάψει τα μάτια με τη στάχτη από την αναμμένη εστία. Αρκετά χρόνια αργότερα, βρίσκουμε τον ήρωα ν’ αναγνωρίζει αυτόν τον φρικτό άνθρωπο στο πρόσωπο ενός πλανόδιου πωλητή, που θα τον πλησιάσει για να του πουλήσει «όμορφα μάτια», δηλαδή κιάλια για να βλέπει μακριά. Με αυτά τα κιάλια, και με τη συνδρομή του διαταραγμένου πλέον πνεύματός του, ο Ναθαναήλ θα μπλεχτεί σε ακόμη πιο σκοτεινές περιπέτειες.
Έτσι, αν στην Πριγκίπισσα Μπραμπίλα ο ερωτικός πόθος είναι η αφορμή για να διαταραχθεί η πραγματικότητα του ήρωα, στον Αμμάνθρωπο το ίδιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με την υποψία ενός αρχέγονου κακού. Η αίσθηση του αλλόκοτου προκαλείται από το αίσθημα αβεβαιότητας σχετικά με μια συγκεκριμένη μορφή: είναι ο θρυλικός Ζάντμαν δημιούργημα της φαντασίας ή είναι κάτι που έχει προσβάσεις στην πραγματική ζωή; Πού αρχίζει ο μύθος και πού η πραγματικότητα; Ή μήπως υφίστανται εξίσου και τα δύο, ως ισότιμα μέρη, στην ψυχική ζωή του ήρωα;
Σε αυτό το έργο παρακολουθούμε τον νεαρό Ναθαναήλ να μην μπορεί να απαλλαγεί από τη φοβερή εικόνα της παιδικής του ηλικίας, που έρχεται σε αυτόν από τα βάθη των αιώνων καθώς αποτελεί πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας, και να μπερδεύεται ακόμη περισσότερο όσο βλέπει τον μύθο να αποκτά ερείσματα στην πραγματική του ζωή. Με αυτόν τον τρόπο, η φαντασία αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη σημασία γι’ αυτόν απ’ ό,τι η μέχρι τότε φαινομενική του πραγματικότητα.
«Ο Ζάντμαν με είχε βάλει στην τροχιά του παράξενου, της περιπέτειας που τόσο εύκολα φωλιάζει στην παιδική ψυχή. Τίποτα δεν μου άρεσε περισσότερο από το να ακούω ή να διαβάζω τρομαχτικές ιστορίες με στοιχειά, μάγισσες, νάνους, κτλ. Αλλά υπεράνω όλων ήταν πάντοτε ο Ζάντμαν, που με κιμωλία ή κάρβουνο του έδινα τις πιο παράξενες κι απωθητικές μορφές και τον ζωγράφιζα παντού, σε τραπέζια, ντουλάπες και τοίχους... Μαζί με την περιέργεια μεγάλωνε και το θάρρος να γνωρίσω επιτέλους αυτόν τον Ζάντμαν».
Εκείνο το χαρακτηριστικό που βλέπουμε να διαπερνά ολόκληρο αυτό το έργο του Χόφμαν είναι πάλι το ζήτημα της οπτικής γωνίας, της συγκεκριμένης ματιάς πάνω στα πράγματα. Ο Αμμάνθρωπος είναι ένας μπαμπούλας για τα μάτια των παιδιών, τα μάτια του μικρού Ναθαναήλ θα κινδυνέψουν από την αναμμένη εστία, ο μεσόκοπος πωλητής, που θα του ξυπνήσει τις παλιές του φοβίες, θα του πουλήσει όμορφα κιάλια για τα μάτια του. Τελικά, διαπιστώνουμε ότι το βλέμμα του ήρωα ορίζεται από την ικανότητά του να διχάζεται ανάμεσα στο «σαρκικό μάτι» ως όργανο της εξωτερικής όρασης και το «μάτι της ψυχής» που είναι ικανό να αντιλαμβάνεται τα εσωτερικά οράματα. Αυτό το χάρισμα της διττής ενόρασης εμπλουτίζει το πραγματικό με τη διάσταση του φαντασιακού, με την έννοια μιας αναπαράστασης που αποκαλύπτει την ευλογοφάνειά της σ’ έναν χώρο ανοιχτό στην επικοινωνία μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού. Κι έτσι, για ακόμη μια φορά, το φανταστικό δεν ταυτίζεται με το μη πραγματικό αλλά φαίνεται να αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου κόσμου, που περιλαμβάνει και τις ψυχικές εντυπώσεις της ανθρωπότητας.
Στην ''Αδελφότητα του Σεραπίωνα'', το τελευταίο έργο στο οποίο θα αναφερθούμε, ο Χόφμαν θα δημιουργήσει το απόλυτο σύμβολο του φανταστικού. Ο Σεραπίων ήταν κάποτε ένας άριστος ποιητής, διάσημος για τη δύναμη της φαντασίας του, η οποία όμως τελικά θα θριαμβεύσει πάνω στην πραγματική του ζωή. Ζώντας σαν ερημίτης, αποκλειστικά μέσα στα δημιουργήματα της φανταστικής του ζωής, ο Σεραπίων θα ελκύσει γύρω του έναν κύκλο μαθητών, ποιητών και μουσικών, οι οποίοι συγκεντρώνονται για να παρουσιάσουν περιοδικά ο καθένας το έργο του και να κρίνουν κατά πόσο αυτό ανταποκρίνεται στην αρχή του «Σεραπιωνισμού». Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Είναι άχρηστο για έναν ποιητή να μας κάνει να πιστέψουμε κάτι που δεν πιστεύει ο ίδιος επειδή δεν το έχει δει ποτέ. Εάν ο ποιητής δεν είναι αυθεντικός οραματιστής, τότε τί μπορεί να είναι οι χαρακτήρες του; Όμως, ο ερημίτης σου ο Σεραπίων ήταν αληθινός ποιητής. Είχε δει όντως αυτά που περιέγραφε και γι’ αυτό επηρέαζε την καρδιά και την ψυχή των ανθρώπων».
Όταν κάποια στιγμή ο αφηγητής λέει στον Σεραπίωνα πως είναι τρελός, ο ερημίτης του απαντά πως εκείνος είναι που αυταπατάται καθώς ο κόσμος «εκεί έξω» υπάρχει στην πραγματικότητα μόνο μέσα στο μυαλό μας, επομένως πώς μπορεί να αποδείξει κανείς πως αυτό που βρίσκεται στο μυαλό του είναι πιο αληθινό από εκείνο που υπάρχει στο μυαλό ενός άλλου; Η αλήθεια του πραγματικού ή του φανταστικού, λοιπόν, αποτελεί απλώς το αντικείμενο μιας πίστης, μιας πεποίθησης που ξεφεύγει της συλλογιστικής πορείας της λογικής και αντιστοιχεί περισσότερο στη συναισθηματική συμμετοχή του ανθρώπου.
Σήμερα, χρησιμοποιώντας μια πιο σύγχρονη ορολογία, θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε την θεωρία του Σεραπίωνα ως εξής : αυτό που ονομάζουμε «αληθινό κόσμο» είναι κάτι που βρίσκεται σε μια θεμελιώδη κατάσταση ενεργειακού επιπέδου, η συνηθισμένη καθημερινή μας πραγματικότητα, ενώ ο λεγόμενος «φανταστικός κόσμος» είναι κάτι που συνήθως βρίσκεται σε εικονική κατάσταση, αλλά με την προσθήκη κατάλληλης ενέργειας, δηλαδή μέσω της κατάλληλης προσοχής ή ερεθισμού ή συναισθηματικής συμμετοχής, μπορεί να διεγερθεί σε ένα άλλο επίπεδο, κι από σκιώδης κόσμος που ήταν πριν να γίνει απόλυτα πραγματικός. Η μετάβαση από αυτόν τον κόσμο σε κάποιον άλλο είναι, σε τελική ανάλυση, θέμα «ενέργειας», ώστε να ξυπνήσουν οι μυστικές και ξεχασμένες εκείνες αισθήσεις που θα μας επιτρέψουν να δούμε πράγματα τα οποία, παρόλο που υπήρχαν ήδη, προηγουμένως ήταν αθέατα για εμάς. Έτσι, το ζητούμενο δεν είναι αν κάτι είναι «εικονικό» ή «πραγματικό», αλλά το να βρεις την αναγκαία ενέργεια που θα το κάνει «πραγματικό» για σένα.
Καταλήγοντας, με όσα έχουμε αναφέρει, δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως με το έργο του ο Χόφμαν συνέβαλλε καθοριστικά σε εκείνη την επαναστατική αλλαγή που παρατηρήθηκε για πρώτη φορά μέσα από τις ιδέες και τα έργα του 19ου αιώνα. Είναι τότε που η φαντασία παύει να αποτελεί απλώς έναν τρόπο απόδρασης από την πραγματικότητα (κάτι ψεύτικο που αντίκειται στο αληθινό) και γίνεται ένας τρόπος δημιουργίας πραγματικότητας (κάτι εναλλακτικό που διεκδικεί μία ισονομία ύπαρξης). Ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν, μαζί με τον Ουίλλιαμ Μπλέικ και άλλους σημαντικούς λόγιους και συγγραφείς της εποχής, συνέβαλαν αποφασιστικά στο να προκαλέσουν μία από τις μεγαλύτερες ρήξεις στην ιστορία της ανθρωπότητας, εισάγοντας την ιδέα πως η φαντασία είναι ο πραγματικός κι αιώνιος κόσμος, στον οποίο καλούμαστε να ζήσουμε αληθινά, πως πρόκειται για μία μαγική δύναμη που, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί ακόμη και να υπερβεί την πραγματικότητα του υλικού κόσμου.
«Είναι άχρηστο για έναν ποιητή να μας κάνει να πιστέψουμε κάτι που δεν πιστεύει ο ίδιος επειδή δεν το έχει δει ποτέ. Εάν ο ποιητής δεν είναι αυθεντικός οραματιστής, τότε τί μπορεί να είναι οι χαρακτήρες του; Όμως, ο ερημίτης σου ο Σεραπίων ήταν αληθινός ποιητής. Είχε δει όντως αυτά που περιέγραφε και γι’ αυτό επηρέαζε την καρδιά και την ψυχή των ανθρώπων».
Όταν κάποια στιγμή ο αφηγητής λέει στον Σεραπίωνα πως είναι τρελός, ο ερημίτης του απαντά πως εκείνος είναι που αυταπατάται καθώς ο κόσμος «εκεί έξω» υπάρχει στην πραγματικότητα μόνο μέσα στο μυαλό μας, επομένως πώς μπορεί να αποδείξει κανείς πως αυτό που βρίσκεται στο μυαλό του είναι πιο αληθινό από εκείνο που υπάρχει στο μυαλό ενός άλλου; Η αλήθεια του πραγματικού ή του φανταστικού, λοιπόν, αποτελεί απλώς το αντικείμενο μιας πίστης, μιας πεποίθησης που ξεφεύγει της συλλογιστικής πορείας της λογικής και αντιστοιχεί περισσότερο στη συναισθηματική συμμετοχή του ανθρώπου.
Σήμερα, χρησιμοποιώντας μια πιο σύγχρονη ορολογία, θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε την θεωρία του Σεραπίωνα ως εξής : αυτό που ονομάζουμε «αληθινό κόσμο» είναι κάτι που βρίσκεται σε μια θεμελιώδη κατάσταση ενεργειακού επιπέδου, η συνηθισμένη καθημερινή μας πραγματικότητα, ενώ ο λεγόμενος «φανταστικός κόσμος» είναι κάτι που συνήθως βρίσκεται σε εικονική κατάσταση, αλλά με την προσθήκη κατάλληλης ενέργειας, δηλαδή μέσω της κατάλληλης προσοχής ή ερεθισμού ή συναισθηματικής συμμετοχής, μπορεί να διεγερθεί σε ένα άλλο επίπεδο, κι από σκιώδης κόσμος που ήταν πριν να γίνει απόλυτα πραγματικός. Η μετάβαση από αυτόν τον κόσμο σε κάποιον άλλο είναι, σε τελική ανάλυση, θέμα «ενέργειας», ώστε να ξυπνήσουν οι μυστικές και ξεχασμένες εκείνες αισθήσεις που θα μας επιτρέψουν να δούμε πράγματα τα οποία, παρόλο που υπήρχαν ήδη, προηγουμένως ήταν αθέατα για εμάς. Έτσι, το ζητούμενο δεν είναι αν κάτι είναι «εικονικό» ή «πραγματικό», αλλά το να βρεις την αναγκαία ενέργεια που θα το κάνει «πραγματικό» για σένα.
Καταλήγοντας, με όσα έχουμε αναφέρει, δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως με το έργο του ο Χόφμαν συνέβαλλε καθοριστικά σε εκείνη την επαναστατική αλλαγή που παρατηρήθηκε για πρώτη φορά μέσα από τις ιδέες και τα έργα του 19ου αιώνα. Είναι τότε που η φαντασία παύει να αποτελεί απλώς έναν τρόπο απόδρασης από την πραγματικότητα (κάτι ψεύτικο που αντίκειται στο αληθινό) και γίνεται ένας τρόπος δημιουργίας πραγματικότητας (κάτι εναλλακτικό που διεκδικεί μία ισονομία ύπαρξης). Ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν, μαζί με τον Ουίλλιαμ Μπλέικ και άλλους σημαντικούς λόγιους και συγγραφείς της εποχής, συνέβαλαν αποφασιστικά στο να προκαλέσουν μία από τις μεγαλύτερες ρήξεις στην ιστορία της ανθρωπότητας, εισάγοντας την ιδέα πως η φαντασία είναι ο πραγματικός κι αιώνιος κόσμος, στον οποίο καλούμαστε να ζήσουμε αληθινά, πως πρόκειται για μία μαγική δύναμη που, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί ακόμη και να υπερβεί την πραγματικότητα του υλικού κόσμου.
Σε αυτά τα τρία έργα του Χόφμαν, στα οποία ρίξαμε αναγκαστικά μία σύντομη ματιά, μπορούμε να διακρίνουμε εκείνο που αποτέλεσε τον μεγαλύτερο πόθο αλλά και τον βαθύτερο σκοπό της δημιουργίας τους, που δεν ήταν άλλος από το να εμβαθύνουν σε αυτό που ονομάζουμε «πραγματικό». Εντάσσονται στα έργα εκείνης της εποχής που έθεσαν για πρώτη φορά το πρόβλημα της εσωτερικής πραγματικότητας και υποστήριξαν ότι οι σκέψεις, τα συναισθήματα και τα όνειρα έχουν ισότιμα την ικανότητα να στέκονται μέσα στη ζωή και να την επηρεάζουν.
Αυτό το ρεύμα σκέψης και δημιουργίας, όμως, δεν χάθηκε με το πέρασμα των χρόνων. Το συναντάμε ξανά στα μεγάλα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα, με κυριότερους ίσως εκπροσώπους τα έργα του Φραντς Κάφκα. Ο Κάφκα καταγράφει με απίστευτη ενάργεια όλες εκείνες τις παραμορφώσεις της πραγματικότητας, οι οποίες, ακόμη κι αν δεν έχουν αναδυθεί πλήρως στην συνείδηση, αποτελούν τον εναγώνιο κόσμο των ηρώων του. Οι αφηγήσεις του προχωρούν το φαντασιακό ένα βήμα πιο πέρα, καθώς αυτό που τις χαρακτηρίζει είναι η παντελής απουσία έκπληξης για οποιοδήποτε ανήκουστο, παράξενο συμβάν. Ο κόσμος είναι το ίδιο πλάγιος, παραθλασμένος, αντεστραμμένος, με το βλέμμα που τον αντικρίζει. Τελικά, η φανταστική αφήγηση αποτελεί μία φυσική συνθήκη για τον Κάφκα, αφού ο κόσμος είναι ολότελα αλλόκοτος από μόνος του και ο άνθρωπος το πιο φανταστικό ον μέσα σε αυτόν. «Κι η λογική μας, που έπρεπε να ξαναστήνει όρθιο τον αναποδογυρισμένο κόσμο, κυριεύεται από αυτόν τον εφιάλτη και γίνεται και η ίδια φανταστική», όπως σημειώνει. Αυτή η αμφίσημη εντύπωση νομίζω πως αντιπροσωπεύει και την πεμπτουσία της λογοτεχνίας: εκείνης που αντιστρατεύεται την αξίωση της μοναδικής αντιπροσώπευσης της πραγματικότητας και που δεν περιγράφει μόνο ό,τι είναι, αλλά δείχνει επίσης και τις ουτοπικές δυνατότητες που πνίγονται και μαραίνονται στην καθημερινή ζωή.
- Βιβλιογραφία -
1. Έρνστ Τέοντορ Αμαντέους Χόφμαν. Πριγκίπισσα Μπραμπίλα. Μετάφραση: Ιάκωβος Κοπερτί. Αθήνα: εκδόσεις Οδυσσέας, 1998.
2. Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ. Υπερφυσικός Τρόμος στην Λογοτεχνία. Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής. Αθήνα: εκδόσεις Αίολος, 2008.
3. Θεόφιλος Γκωτιέ. Αρρία Μαρκέλλα και άλλα φανταστικά διηγήματα. Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου. Αθήνα: εκδόσεις Άγρα, 2001.
4. Τσβετάν Τοντορόφ. Εισαγωγή στη φανταστική λογοτεχνία. Μετάφραση: Αριστέα Παρίση. Αθήνα: εκδόσεις Οδυσσέας, 1991.
5. Σίγκμουντ Φρόυντ. Το ανοίκειο. Μετάφραση: Έμη Βαϊκούση. Αθήνα: εκδόσεις Πλέθρον, 2009.
Αυτό το ρεύμα σκέψης και δημιουργίας, όμως, δεν χάθηκε με το πέρασμα των χρόνων. Το συναντάμε ξανά στα μεγάλα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα, με κυριότερους ίσως εκπροσώπους τα έργα του Φραντς Κάφκα. Ο Κάφκα καταγράφει με απίστευτη ενάργεια όλες εκείνες τις παραμορφώσεις της πραγματικότητας, οι οποίες, ακόμη κι αν δεν έχουν αναδυθεί πλήρως στην συνείδηση, αποτελούν τον εναγώνιο κόσμο των ηρώων του. Οι αφηγήσεις του προχωρούν το φαντασιακό ένα βήμα πιο πέρα, καθώς αυτό που τις χαρακτηρίζει είναι η παντελής απουσία έκπληξης για οποιοδήποτε ανήκουστο, παράξενο συμβάν. Ο κόσμος είναι το ίδιο πλάγιος, παραθλασμένος, αντεστραμμένος, με το βλέμμα που τον αντικρίζει. Τελικά, η φανταστική αφήγηση αποτελεί μία φυσική συνθήκη για τον Κάφκα, αφού ο κόσμος είναι ολότελα αλλόκοτος από μόνος του και ο άνθρωπος το πιο φανταστικό ον μέσα σε αυτόν. «Κι η λογική μας, που έπρεπε να ξαναστήνει όρθιο τον αναποδογυρισμένο κόσμο, κυριεύεται από αυτόν τον εφιάλτη και γίνεται και η ίδια φανταστική», όπως σημειώνει. Αυτή η αμφίσημη εντύπωση νομίζω πως αντιπροσωπεύει και την πεμπτουσία της λογοτεχνίας: εκείνης που αντιστρατεύεται την αξίωση της μοναδικής αντιπροσώπευσης της πραγματικότητας και που δεν περιγράφει μόνο ό,τι είναι, αλλά δείχνει επίσης και τις ουτοπικές δυνατότητες που πνίγονται και μαραίνονται στην καθημερινή ζωή.
- Βιβλιογραφία -
1. Έρνστ Τέοντορ Αμαντέους Χόφμαν. Πριγκίπισσα Μπραμπίλα. Μετάφραση: Ιάκωβος Κοπερτί. Αθήνα: εκδόσεις Οδυσσέας, 1998.
2. Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ. Υπερφυσικός Τρόμος στην Λογοτεχνία. Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής. Αθήνα: εκδόσεις Αίολος, 2008.
3. Θεόφιλος Γκωτιέ. Αρρία Μαρκέλλα και άλλα φανταστικά διηγήματα. Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου. Αθήνα: εκδόσεις Άγρα, 2001.
4. Τσβετάν Τοντορόφ. Εισαγωγή στη φανταστική λογοτεχνία. Μετάφραση: Αριστέα Παρίση. Αθήνα: εκδόσεις Οδυσσέας, 1991.
5. Σίγκμουντ Φρόυντ. Το ανοίκειο. Μετάφραση: Έμη Βαϊκούση. Αθήνα: εκδόσεις Πλέθρον, 2009.