Αυτό που πρόκειται να διηγηθώ εδώ θα το χαρακτήριζα ως το δεύτερο πιο παράξενο περιστατικό της ζωής μου. Αλλά βέβαια, ίσως υπερβάλλω λιγάκι. Παράξενα περιστατικά μπορεί να συμβαίνουν κάθε μέρα – ίσως το πιο παράξενο περιστατικό της ζωής μου να είναι, στην πραγματικότητα, εκείνο που συνέβη προχθές καθώς περίμενα δίπλα σε ένα φανάρι στον δρόμο για να περάσω απέναντι ή αυτό που συνέβη πέρσι όταν είχα εκείνη την κλήση… Ωστόσο, αν προσπαθούσα να επαναφέρω στην μνήμη μου την κλίμακα των πιο παράξενων περιστατικών - όταν ήμουν μικρότερος, κρατούσα νοερά και αυθόρμητα μια τέτοια κλίμακα – θα έβρισκα την συγκεκριμένη ιστορία να παραμένει ίσως από συνήθεια στην δεύτερη θέση.

Είναι μια αληθινή ιστορία, παρόλο που δεν είμαι σίγουρος αν έχω καταφέρει να ξεκλειδώσω πλήρως τα νοήματα και τα μυστικά της – ίσως ένα σημαντικό μέρος αυτών να μου μένει για πάντα κρυμμένο, ίσως αυτό που πρόκειται να διηγηθώ ως αληθινή ιστορία να μην είναι παρά η δική μου νοητική επεξεργασία πάνω σε αυτήν…

Είναι η ιστορία ενός ονείρου που είδα κάποτε, με αφορμή ένα πραγματικό, τραγικό γεγονός. Υπάρχει μια κατηγορία ονείρων που ο Γιούνγκ αποκαλεί ‘‘συλλογικά όνειρα’’, όνειρα που φαίνεται να περιέχουν αρχετυπικά, συλλογικά χαρακτηριστικά. Όπως είχε παρατηρήσει στις πρωτόγονες κοινωνίες, όταν οι άνθρωποι έβλεπαν όνειρα που περιείχαν απλά ή καθημερινά γεγονότα, όνειρα που είχαν να κάνουν με προσωπικά άγχη, δεν τους έδιναν ιδιαίτερη σημασία. Αλλά, όταν έβλεπαν όνειρα που φαινόταν να υπονοούν κάτι βαθύτερο ή όνειρα που φαινόταν να μεταφέρουν… κάποια μηνύματα, τότε το άτομο που το είχε δει έπρεπε να πει το όνειρό του σε ολόκληρη την φυλή, τότε ο σαμάνος της φυλής θεωρούσε το όνειρο τόσο σημαντικό ώστε έπρεπε να λεχθεί και να συζητηθεί γύρω από όλους.

Δεν ξέρω αν το όνειρό μου είναι ένα τέτοιο όνειρο. Άλλωστε, δεν το είπα ποτέ ‘’γύρω από όλη την φυλή’’ (ή ίσως να το έκανα, με τον δικό μου τρόπο, καταγράφοντάς το). Αλλά είναι ένα όνειρο που την έντασή του δεν την έχω ξεχάσει μέχρι σήμερα, που το θεωρούσα ανέκαθεν τόσο σημαντικό ώστε να το θυμάμαι ακόμη, και ίσως να φταίει για αυτό και το ότι, όπως ανακάλυψα, έκρυβε όντως κατά κάποιο τρόπο ένα μικρό μήνυμα, μια μυστική πληροφορία… Το ξαναθυμήθηκα πάλι πρόσφατα, και σκέφτηκα να το μεταφέρω και εδώ.

Αυτό είναι, λοιπόν, το Όνειρο του Θανάτου, και το παράξενο μήνυμα που μου μετέφερε, πέρα από τον χώρο και τον χρόνο…

Πρώτα, το πραγματικό, εξωτερικό γεγονός το οποίο αποτέλεσε και την αφορμή του ονείρου. Ένα απόγευμα η μικρή μου αδερφή επέστρεψε από το σχολείο στο σπίτι με δάκρυα στα μάτια. Μέσα από τα αναφιλητά της, καθώς μιλούσε, μπορέσαμε να καταλάβουμε τί είχε συμβεί : μια συμμαθήτριά της μαζί με την μεγαλύτερη αδερφή της είχαν παρασυρθεί από ένα διερχόμενο φορτηγό, καθώς περνούσαν απέναντι στο δρόμο, όπου τους περίμενε η μητέρα τους, μετά το σχόλασμα. Και οι δύο είχαν βρει φρικτό θάνατο… Ένα ηχηρό κορνάρισμα ακούστηκε και δύο μικρά σώματα πετάχτηκαν άτσαλα πάνω στο οδόστρωμα. Η μικρότερη αδερφή σκοτώθηκε αμέσως, η μεγαλύτερη ψυχορράγησε μέχρι το νοσοκομείο.

Το ατύχημα έπαιξε και στις ειδήσεις τις επόμενες ημέρες. Υπήρχαν βαρύγδουποι τίτλοι του στυλ ‘‘Μητέρα, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, παρακολούθησε ανήμπορη τα δυο παιδιά της να παρασέρνονται από τον Θάνατο’’. Η είδηση έπαιξε και πέρασε, και τα δυο κοριτσάκια ντύθηκαν νυφούλες και θάφτηκαν, με μια σεμνή τελετή, λίγες ημέρες αργότερα…

Είχα χτυπήσει το πόδι μου στο σχολείο εκείνη την ημέρα. Παίζοντας ποδόσφαιρο, είχα κερδίσει ως έπαθλο των επίμονων προσπαθειών μου μια γρατζουνιά στο γόνατο. Είχα πονέσει και είχα διαπιστώσει το εύθραυστο του ανθρώπου. Έτσι, είχα γυρίσει σπίτι κουτσαίνοντας ελαφρά, όπου έφαγα το φαγητό μου, διάβασα τα μαθήματά μου και στην συνέχεια έσκυψα πάνω από τα άλλα μου βιβλία, μέχρι να με διακόψει η θορυβώδης είσοδος της αδερφής μου στο σπίτι (εγώ ήμουν πρωινός, εκείνη απογευματινή). Κλάματα, τηλεφωνήματα, συζητήσεις. Έπειτα, είδαμε λίγο τηλεόραση και πέσαμε για ύπνο.

Έπεσα στο κρεβάτι, σκεπάστηκα με το πάπλωμα και έκλεισα τα μάτια. Δεν θυμάμαι τί σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου εκείνη την νύχτα, τί ζητήματα με απασχολούσαν εκείνη την περίοδο, σε τί γλυκά όνειρα ήλπιζε η καρδιά μου, αλλά σίγουρα το περιστατικό του ατυχήματος με είχε ταράξει αρκετά, εκείνα τα δύο κορίτσια τα γνώριζα και εγώ, τα είχα δει πολλές φορές να παίζουν στο προαύλιο του σχολείου… Η ιδέα του θανάτου πρέπει να με είχε ανησυχήσει. Ήταν μάλλον η πρώτη φορά, σε αυτή την όχι και τόσο μικρή ηλικία, που συνειδητοποιούσα την βιαιότητα του γεγονότος. Οι άνθρωποι πεθαίνουν ! Ξαφνικά, χωρίς καθόλου να το αναμένουν, το νήμα της ζωής τους μπορεί να διακοπεί για πάντα ! Πρέπει να θυμήθηκα, εκείνο το βράδυ, πριν με πάρει ο ύπνος, μια άλλη μέρα στο σχολείο, μια μέρα που δεν έγινε καθόλου μάθημα, γιατί ο διευθυντής μάς ανακοίνωσε το πρωί, την ώρα της προσευχής, πως ένα φιλόλογός μας είχε πεθάνει το προηγούμενο βράδυ. Πρέπει να θυμήθηκα την μαθηματικό μας (πήγαινα στην δευτέρα τάξη του γυμνασίου) να παίρνει βιαστικά της απουσίες χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Πρέπει να θυμήθηκα ξανά τις σκέψεις που έκανα τότε επιστρέφοντας σπίτι. Οι άνθρωποι πεθαίνουν, χάνονται ξαφνικά !

Με κλειστά τα μάτια, άκουγα μονάχα την αναπνοή μου στο σκοτεινό δωμάτιο. Λιγοστό φως περνούσε από τις τρυπίτσες που άφηνε το μπατζούρι του παραθύρου, φωτίζοντας σε διάφορα σημεία την πολύχρωμη κουρτίνα και αχνά τα έπιπλα τριγύρω. Παλαιότερα, οι θόρυβοι της νύχτας και οι σκιές μέσα στο δωμάτιο, πάνω στους τοίχους, στα κρεμασμένα ρούχα, μου προκαλούσαν μια ανεξήγητη φοβία, και χωνόμουν ολόκληρος κάτω από τα σκεπάσματα και περίμενα, μέχρι που αποκοιμιόμουν. Τότε όμως, εκείνη την νύχτα, ήμουν μεγαλύτερος πια, ήμουν ήρεμος, οι τελευταίες σκέψεις έσβηναν στον νου μου και τα πέπλα του Μορφέα, τα ρόδινα σύννεφα των ονείρων, η βαθιά σιωπή του ύπνου, με τύλιγαν νωχελικά…


Βρέθηκα ξαφνικά στην αυλή του εξοχικού σπιτιού μας, στο χωριό. Ήμουν μόνος μου, κανείς άλλος δεν φαινόταν πουθενά. Τα σπίτια ήταν έρημα, βουβά, και τα δένδρα έστεκαν ακίνητα, δεν φυσούσε άνεμος. Χωρίς να υπάρχει στην πραγματικότητα, είδα ένα μικρό δωματιάκι, ένα μικρό καλυβάκι, μέσα στο χωράφι που εκτείνεται μπροστά από το σπίτι, μετά τον κήπο και τα παρτέρια. Εκεί μέσα, λέει, βρισκόταν μια γυναίκα, που δεν την γνωρίζαμε αλλά την φιλοξενούσαμε, και ήταν ετοιμόγεννη, από στιγμή σε στιγμή περιμέναμε να γεννήσει. Εκείνη την στιγμή, αισθάνθηκα σαν να ήμουν ολομόναχος σε όλη την περιοχή, εγώ και εκείνη η γυναίκα, και αναρωτήθηκα «Πού είναι οι γονείς μου ;»

Έτσι, μπήκα μέσα στο σπίτι μας, για να τους αναζητήσω. Πέρασα από την κουζίνα, μπήκα στην κρεβατοκάμαρα, αλλά δεν συνάντησα κανέναν. Ξαφνικά, καθώς καθόμουν έκπληκτος και κοιτούσα το άδειο κρεβάτι, ένιωσα μια μεγάλη δύναμη, ανεξήγητη, να έρχεται από την οροφή του σπιτιού, σαν μια τεράστια ρουφήχτρα να υπήρχε εκεί και να τραβούσε τα πάντα προς τα πάνω. Κοίταξα ολόγυρά μου : πάει το κομοδίνο, πάει η τηλεόραση, πάει το κρεβάτι, ρουφήχτηκαν όλα προς τα πάνω ! Αμέσως μετά, έριξα μια ματιά προς τον περιδινούμενο ανεμοστρόβιλο, που φαινόταν να καταπίνει όλο το σπίτι, και πετάχτηκα έξω.

Μόλις βρέθηκα πάλι στην αυλή, κοίταξα ψηλά στον ουρανό, για να δω τί ήταν αυτό που ρουφούσε τα πάντα. Και αυτό που είδα ήταν κάτι τρομερό : ένα σκοτεινό, μαύρου χρώματος, γεμάτο απειλή και κακία, φοβερό κτήριο υπήρχε εκεί. Έστεκε ακλόνητο σε κάποιο ύψωμα, ήταν ένας Μαύρος Πύργος που ρουφούσε τα πάντα !


Την επόμενη στιγμή, ήρθε τρέχοντας προς το μέρος μου ένας ξάδερφός μου, που έμενε στο ακριβώς διπλανό με το δικό μας σπίτι. Ήταν μια ανεξήγητη περιπέτεια όλα αυτά. Του είπα τί ακριβώς είχε συμβεί και πως δεν μπορούσα να βρω κανέναν. «Μην ανησυχείς», μου είπε, «πάμε έξω, να ψάξουμε μαζί». Και έτσι βγήκαμε στον δρόμο.

Ο δρόμος ήταν έρημος. Κανείς περαστικός διαβάτης δεν υπήρχε. Ούτε στα απέναντι σπίτια φαινόταν τίποτα, ούτε στα πλαϊνά. Πήραμε λοιπόν να κατηφορίζουμε, μέχρι που φτάσαμε λίγο πιο κάτω, στο σπίτι μιας τροφαντής γειτόνισσας. Εκείνη είχε βγάλει το σκαμπουδάκι της δίπλα στην καγκελόπορτα, πάνω στον δρόμο, μασουλούσε αδιάφορα κάτι που κρατούσε στο χέρι της και χάζευε τριγύρω. Την ρωτήσαμε που ήταν ο φίλος μας, ο γιος της, αλλά δεν θυμάμαι τί μας απάντησε. Δεν είπαμε τίποτα άλλο. Την χαιρετίσαμε και γυρίσαμε πάλι προς τα πάνω, προς το σπίτι μας. Είχαμε κάνει μόλις μερικά βήματα, όταν γύρισα και κοίταξα πίσω : το σκαμπό όπου καθόταν ήταν εκεί, η γυναίκα όμως είχε εξαφανιστεί. Ένα τρομερό, χαίνον κενό ήταν στην θέση της, και τότε κατάλαβα : την είχε και αυτήν ρουφήξει !!! Και ξαναφάνηκε πάλι από ψηλά εκείνο το Μαύρο Κτήριο, που όποτε το αντίκριζα με έπιανε τρόμος.

Τα γεγονότα άρχισαν να εξελίσσονται πιο γρήγορα τώρα. Βρεθήκαμε πίσω στο σπίτι, στην αυλή. Είχαμε μια τρομερή αγωνία. Δεν ξέραμε τί να κάνουμε. Αποφασίσαμε να πάμε στο μικρό δωματιάκι όπου βρισκόταν η ετοιμόγεννη γυναίκα και να την ρωτήσουμε αν ήξερε αυτή να μας πει πού ήταν οι γονείς μας και όλοι οι υπόλοιποι που ψάχναμε. Όμως, μόλις φτάσαμε εκεί, βρήκαμε το μικρό δωματιάκι που της είχαμε παραχωρήσει άθικτο. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο με μια όμορφη γαλάζια κουβερτούλα, υπήρχε ακόμη το λευκό, απαλό μαξιλάρι της, αλλά η ίδια δεν υπήρχε πουθενά, ούτε και το μωρό της που αόριστα υποθέταμε πως θα είχε πια γεννήσει. Και πάλι, με μια τρομερή βεβαιότητα, νιώσαμε πως και αυτή η γυναίκα, μαζί με το παιδί της, είχε εξαφανιστεί από το μαύρο κτήριο. Ο Πύργος την είχε ρουφήξει !!!

Με μια περίεργη ανησυχία, που όλο και μεγάλωνε, βγήκαμε πάλι στον δρόμο, ο ξάδερφος μου και εγώ. Ακουμπήσαμε πάνω στον μαντρότοιχο του απέναντι σπιτιού, που πλαισίωνε την πρόσοψή του, και περιμέναμε εκεί, χωρίς να ξέρουμε τί να σκεφτούμε. Στο σπίτι αυτό, έμεναν δύο άλλοι φίλοι μας, δύο αδέρφια. Δεν σκεφτήκαμε καθόλου να τους αναζητήσουμε, απλώς περιμέναμε εκεί, άπραγοι για μερικές στιγμές και φοβισμένοι.

Ξαφνικά, είδαμε πίσω από την γωνία του τοίχου, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, να ξεπετάγονται δύο λευκές παρουσίες. Θολές στην αρχή, ύστερα πιο ξεκάθαρες. Ήταν δύο φαντάσματα ή σωστότερα… δύο λευκά σεντόνια, με δύο στρογγυλές τρύπες για μάτια και μια μακριά σχισμή για στόμα, με ψαλιδισμένες ακανόνιστα τις κάτω άκρες τους, με δύο εξογκώματα στα πλαϊνά τους, προφανώς τα χέρια τους. Δύο φαντάσματα σε κάποιο αποκριάτικο πάρτι !

Βγήκαν λοιπόν από εκεί όπου ήταν κρυμμένα, και έρχονταν προς το μέρος μας και μας έκαναν : «Μποουυυ ! Μποουυυ !». Ώσπου, σε μια στιγμή απροσεξίας, το ένα από τα δύο φαντάσματα πάτησε το σεντόνι του, έχασε την ισορροπία του, και κάτω από το πέπλο αποκαλύφθηκε ο ένας από τους φίλους μας, το ένα από τα δύο αδέρφια που έμεναν απέναντι, στο σπίτι στον μαντρότοιχό του οποίου στεκόμασταν. Για μια στιγμή, επικράτησε ευθυμία. Εμείς τους κοιτάζαμε έκπληκτοι ενώ εκείνοι γελούσαν.

«Άντε ρε», τους λέω, «εσείς τα σκαρώσατε όλα αυτά, για να μας τρομάξετε ;… Μα καλά, τον Μαύρο Πύργο πώς τον φτιάξατε ;»

Και τότε, το ένα από τα δύο αδέρφια, όχι αυτός που είχε ανατραπεί πιο πριν αλλά ο άλλος, έχοντας αφαιρέσει και αυτός το σεντόνι του, γούρλωσε τα μάτια του και μου είπε :

«Τι ;;; ΠΟΙΟΝ ΜΑΥΡΟ ΠΥΡΓΟ ;;;»

Πάνω εκεί, στην τρομερή τελευταία ατάκα, πετάχτηκα από τον ύπνο, καταϊδρωμένος και έντρομος. Δεν θυμάμαι τί άλλο ακολούθησε. Προφανώς, ξαγρύπνησα για κάμποση ώρα και έπειτα κοιμήθηκα πάλι…

Και τώρα έρχομαι στην πληροφορία που με βασανίζει από τότε.

Αρκετά χρόνια αργότερα, σε κάποια οικογενειακή γιορτή, μία θεία μου, αδερφή της μητέρας μου – ήταν το πατρικό σπίτι της μητέρας μου που είδα στο όνειρό μου – είπε ξαφνικά στην μητέρα μου : «Θυμάσαι τους Τ. στο χωριό, τα δύο αδέρφια, που σκάρωναν συχνά πλάκες και τρόμαζαν τον κόσμο ; Η κυρά Μαρία κόντεψε να πάθει ανακοπή ένα βράδυ…». Δεν έμεινα άφωνος, με το στόμα μου να χάσκει, δεν έβγαλα κραυγή έκπληξης, λόγω του αιφνίδιου συσχετισμού, δεν είπα τίποτα τότε. Άλλωστε, άγνωστο για ποιόν λόγο, ίσως λόγω των ψυχολογικών χαρακτηριστικών που συνοδεύουν τα μεγάλα μυστικά, δεν είχα διηγηθεί σε κανέναν το όνειρό μου. Το αυτί μου έπιασε μονάχα πεταχτά την είδηση και αργότερα συνειδητοποίησα τί ακριβώς σήμαινε : πως ο κύριος Τ., όταν ήταν μικρός, συνήθιζε μαζί με τον μικρότερο αδερφό του να σκαρώνουν φοβιστικές φάρσες στο χωριό, συνήθιζαν να τρομάζουν τους συγχωριανούς τους με τέτοια αστεία. Ναι, οι Τ. παλιά έκαναν τέτοια αστεία, έλυναν το σκοινί της μπουγάδας μαζί με τα ρούχα, κουνούσαν τα αυτιά του γαιδάρου την νύχτα. Μόνο που ο κύριος Τ. είχε τώρα παιδιά τα δύο αδέρφια που είχα δει ντυμένα φαντάσματα στο όνειρό μου, που τους είχα αποδώσει ως φάρσα δική τους όλο αυτό... Συνήθιζαν τα δύο αδέρφια, οι πατεράδες, να σκαρώνουν στην πραγματικότητα τέτοιες φάρσες, αλλά εγώ ΔΕΝ ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΑ ΑΥΤΟ !!!