O Θωμάς Αποσκίτης περιπλανιόταν μέσα στην πόλη, και ξαφνικά κατάλαβε για πρώτη φορά μια αλλαγή στο τοπίο γύρω του.
 
Ήταν σχεδόν σίγουρος πως, μόλις χθες, περνώντας από τον ίδιο δρόμο που και τώρα βάδιζε, δεν είχε προσέξει καθόλου τις στενές παρόδους που τον έτεμναν κάθετα και που, κατευθυνόμενες ακτινικά, οδηγούσαν μακριά από το κέντρο της πόλης. Αλλά τώρα, είχε μόλις μετρήσει δύο και πλησίαζε στην τρίτη, όταν η παράξενη αίσθηση που ένιωθε εδώ και ώρα άγγιξε τα όρια ενός παροξυσμού τρόμου. Θα μπορούσε να ισχυρισθεί με βεβαιότητα πως αυτά τα στενά δρομάκια, που τώρα διαγράφονταν καθαρά μπροστά του και χάνονταν ανάμεσα απ’ τα σπίτια, δεν υπήρχαν καθόλου χθες, λες και προέκυψαν ξαφνικά μέσα στην νύχτα.
 
Δεν ήταν όμως το μόνο παράξενο που συναντούσε σε αυτήν την πόλη, όπου κι ο ίδιος τόσο απροσδόκητα είχε βρεθεί. Το μόνο που κυρίως θυμόταν ήταν ότι τον διακατείχε ένα έντονο αίσθημα φυγής, πως θέλησε ξαφνικά να μαζέψει όλα τα απαραίτητα αντικείμενά του σε μία βαλίτσα, και να την πάρει στα χέρια και να φύγει, να στρίψει στην πρώτη στροφή που θα εμφανιζόταν μπροστά του, χωρίς να νοιάζεται για τον τελικό προορισμό. Άλλωστε δεν υπήρχε πρόβλημα χρημάτων, είχε μαζί του όσα χρήματα χρειαζόταν για μία άνετη διαμονή σε οποιοδήποτε πολυτελές ξενοδοχείο βρισκόταν στον δρόμο του. Κι αυτό ακριβώς έπραξε...

*
Φυσούσε ένας νότιος άνεμος εκείνο το πρωινό, που τον υποδέχτηκε στην είσοδο της πόλης και που, σε ορισμένα σημεία, ανασήκωνε την σκόνη από την άκρη των δρόμων, σχηματίζοντας περίεργες, εφήμερες μορφές στον αέρα. Κι αυτό του προκάλεσε ένα αίσθημα ξηρότητας στο στόμα, αλλά μόνο για λίγο, μέχρι που άρχισε να βαδίζει αποφασιστικά κατά μήκος του δρόμου.

Έπειτα θυμόταν τον εαυτό του να στέκεται για μερικές στιγμές σκεφτικός μπροστά στον υπάλληλο του ξενοδοχείου, που του ζήτησε το όνομά του. «Σε ποιό όνομα να καταχωρήσω το δωμάτιο κύριε ;». Πρόφερε καθαρά το Θωμάς Αποσκίτης, όχι επειδή ήταν απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό αλλά επειδή, εκείνη την στιγμή, του φάνηκε το πιο κατάλληλο. Όσο περνούσε όμως ο καιρός και συνήθιζε την διαμονή του στην πόλη, έβρισκε πως πράγματι αυτό ήταν το σωστό όνομα, όλο και περισσότερο αυτό εδραιωνόταν μέσα του.

Θυμόταν ακόμη πόσο υπνωτισμένα, με πόση άργητα, είχε ανεβεί την μεγάλη μαρμάρινη σκάλα, αφού προηγουμένως ο υπάλληλος τον είχε καθησυχάσει πως θα μετέφερε την βαλίτσα του επάνω. Ήταν αρχές καλοκαιριού και ένα δυνατό φως έμπαινε από τα παράθυρα, έμοιαζε να διαπερνά τους λευκούς τοίχους του πολυτελούς μεγάρου, και να διαθλάται ποικιλοτρόπως πάνω στα αντικείμενα σχηματίζοντας παιχνίδια και διαφορετικές όψεις του φωτός.

Διασχίζοντας τον μακρύ διάδρομο μέχρι το δωμάτιό του, του δόθηκε φευγαλέα η δυνατότητα να ρίξει μια ματιά στις πόρτες των άλλων ενοίκων και να παρατηρήσει τις ταμπελίτσες με το όνομά τους επάνω τους. Θυμήθηκε πως ο υπάλληλος του ξενοδοχείου τον είχε πληροφορήσει σχετικά με αυτό, του είχε πει πως θα πρόσθεταν και το δικό του όνομα στην πόρτα του. Αυτό γινόταν, είχε πει, για να διευκολύνει την διαμονή των ενοίκων και για να τους κάνει να νιώσουν μεγαλύτερη οικειότητα. Κύριο μέλημα της διεύθυνσης, είχε προσθέσει, ήταν η ευχάριστη κι άνετη διαμονή των διακεκριμένων ενοίκων. Κι εκείνος είχε αμελήσει να ρωτήσει λεπτομέρειες, απολαμβάνοντας ιδιαίτερα τον απόηχο εκείνου του «διακεκριμένων» που είχε ξεστομίσει ο υπάλληλος.

Τακτοποίησε γρήγορα τα πράγματά του και έριξε μια βιαστική ματιά στο δωμάτιο. Από την στιγμή που διέθετε κρεβάτι τίποτα άλλο δεν τον απασχολούσε σχετικά με αυτό. Αντιθέτως, ένιωθε μεγάλη ανυπομονησία να βγει στους δρόμους και να περπατήσει μέσα στην πόλη, να εξερευνήσει, να χαζέψει, να ξεχαστεί, τριγυρνώντας για ώρες σε έναν λαβύρινθο γεμάτο καινούριες εντυπώσεις…

© Δημήτρης Αργασταράς