Ο Μυστικισμός των Συναντήσεων
Σουρεαλιστικές περιπλανήσεις μέσα στην πόλη
(Ιστορίες από την χαμένη επανάσταση των Υπερρεαλιστών)
 
Συνήθως η αντίληψη που έχουμε για την ζωή στην πόλη είναι αυτή του θορυβώδους χάους, της αγχωτικής αγωνίας, της ενοχλητικής συμφόρησης και του ανταγωνισμού. Έτσι θεωρούμε ότι το καθημερινό κυνήγι της επιβίωσης και της επιβεβαίωσης αφήνει μικρά περιθώρια για οποιαδήποτε άλλη σχέση, τόσο με τον εαυτό μας όσο και με τους άλλους. Και όμως, όπως θα δούμε σε αυτό το άρθρο, η περιπατητική περιπλάνηση, η πνευματική πλοήγηση, ο μυστικισμός των συναντήσεων, ένα φανταστικό παιχνίδι αλληλεπίδρασης μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου, όχι μόνο είναι κάτι δυνατό αλλά μπορεί και εύκολα να ενεργοποιηθεί μέσα σε μία μεγαλούπολη...

 
Αναζητώντας την Υπερ-πραγματικότητα
 
Στο Παρίσι του 1924 ο Αντρέ Μπρετόν δημοσίευσε το ‘‘Μανιφέστο του Σουρεαλισμού’’ και γρήγορα συγκέντρωσε γύρω του πολλούς καλλιτέχνες, οι οποίοι επίσης ασπάζονταν την ιδέα ότι ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου μπορούσε να εξερευνηθεί μέσω της τέχνης και ότι οι ασυνείδητες δυνάμεις έπρεπε να παίζουν κεντρικό ρόλο στην δημιουργική εργασία. Αυτό που ήθελαν να κάνουν ο Μπρετόν και οι φίλοι του ήταν να κλονίσουν κάθε βεβαιότητα και να σαρώσουν τις καθιερωμένες αξίες. Ήθελαν πάση θυσία να προβάλουν το παράλογο, για να δείξουν σε ανθρώπους ικανοποιημένους με τον εαυτό τους πως δεν αξίζει να παίρνουν τίποτα ως δεδομένο και πως τα συστήματα που διασφαλίζουν την σιγουριά τους υπάρχουν μόνο για να στηλιτεύονται.
 
Έτσι, ο σουρεαλισμός αντιτίθεντο στην ρεαλιστική στάση που έδινε σημασία μόνο σε όσα πράγματα είναι χρήσιμα ή όσα έχουν κάποιο νόημα ‘‘λογικό’’, και τοποθετούσε πάνω από όλα δύο αξίες : την φαντασία και την ελευθερία. Χάρη στον σουρεαλισμό, η μαραμένη φαντασία του ενήλικα θα μπορούσε να ξανανθίσει, να ξαναβρεί το χαμένο της νόημα, να αποκτήσει τα μέσα που θα της επέτρεπαν να ξεπεράσει μια άχρωμη ζωή. Ωστόσο, αυτό δεν σήμαινε την εξ’ ολοκλήρου άρνηση της πραγματικότητας και την φυγή σε ένα φανταστικό όραμα, αλλά την διεύρυνση του πραγματικού κόσμου με την εισαγωγή σε αυτόν της έννοιας του θαυμαστού.
 
«Η πραγματικότητα, όταν την κοιτάς με υπερβολική προσοχή, παρακινεί τις δυνάμεις της φαντασίας και διαλύεται μέσα τους», έγραφε ο Μπρετόν. «Η εσωτερική και η εξωτερική πραγματικότητα βρίσκονται σε αντίθεση στην σύγχρονη κοινωνία, και σε αυτή την αντίθεση βλέπουμε τα αίτια της δυστυχίας του ανθρώπου. Εμείς καλούμαστε να μην δεχτούμε το προβάδισμα καμιάς, αλλά να αλληλεπιδράσουμε και στην μία και στην άλλη. Να αντιληφθούμε το παιχνίδι της αμοιβαίας έλξης και αλληλοδιείσδυσής τους, και να δώσουμε σε αυτό το παιχνίδι όλη την επιθυμητή του έκταση, ώστε οι δύο πραγματικότητες να έρθουν σε επαφή και να συγχωνευτούν. Θα εξακολουθήσουμε τις εξερευνήσεις μας κρατώντας όλα τα παράθυρα ανοιχτά στον εξωτερικό κόσμο...»
 
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι σουρεαλιστές έκαναν μια εκπληκτική ανακάλυψη : ότι μπορούσαν να περιπλανηθούν μέσα στην πόλη με τρόπο πνευματικό, συγχωνεύοντας τους δύο κόσμους, τον μέσα και τον έξω, πετυχαίνοντας μια ατμοσφαιρική εξερεύνηση των ‘‘ενδιάμεσων’’ χώρων της μεγαλούπολης. Ο Μπρετόν ανακαλύπτει την ηδονή της άσκοπης περιπλάνησης μέσα στους δρόμους. Προσέχει τις ταμπέλες, τις αφίσες, τα ασυνήθιστα αντικείμενα στις βιτρίνες, ώσπου μια μέρα γοητεύεται από μια ωραία άγνωστη, που τον πλησιάζει και του ζητά να την συνοδεύσει σε ένα κοντινό κατάστημα. Μετά από αυτό, ο Μπρετόν τοποθετεί στην υψηλότερη βαθμίδα του μυστικισμού των περιπλανήσεων την συνάντηση των ανθρώπων – αυτό ήταν κάτι που δικαιολογούσε όλες τις προσδοκίες, που προκαλούσε όλες τις συγκινήσεις, και οδηγούσε στην υπέρβαση του εαυτού σε όλους τους τομείς.
 

Οι Κλειδοκράτορες
 
Μια μέρα, κατά την περιπλάνησή τους μέσα στα τοπία της πόλης, ο Αραγκόν και ο Μπρετόν θα συναντήσουν μια περίεργη νέα γυναίκα, που φαινόταν ιδιαίτερα ανήσυχη και που κάθε στιγμή κοίταζε πίσω της, αν και κανείς δεν την ακολουθούσε. Καθώς την παρατηρούσαν, αναρωτήθηκαν τί μπορεί να της είχε συμβεί. Να ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ; Να είχε πάθει κάποια μεγάλη συμφορά ; Όταν σε ένα καφενείο πιο κάτω συνάντησαν τον Αντρέ Ντεραίν και του περιέγραψαν την αινιγματική ηρωίδα τους, εκείνος φώναξε ξαφνιασμένος πως την είχε προσέξει επίσης. Την είχε δει να σταματά στον δρόμο διάφορους περαστικούς και να τους πιάνει κουβέντα. Οπότε, θέλοντας να λύσουν το αίνιγμα, ο Μπρετόν και ο Αραγκόν έψαξαν πάλι όλη την συνοικία αλλά χωρίς να μπορέσουν να την ξαναβρούν. Μετά από αυτή την περίεργη περιπέτεια, άρχισαν να αναρωτιούνται τί θα μπορούσε να σήμαινε αυτή η συνάντηση για τους ίδιους. Θα μπορούσε άραγε να συνιστά μια ερώτηση προς τους εαυτούς τους, που ξεκινούσε από ένα αβέβαιο πρόσωπο ; Αυτό που έγινε με τρόπο φευγαλέο, μήπως έκρυβε κάτι για αυτούς κατά βάθος ;
 
Την ίδια εποχή, μαζί με την εκπληκτική ανακάλυψη ότι όταν περιπλανιέσαι μέσα στην πόλη, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, βρισκόμενος από την αρχή υπό την επήρεια του αυθόρμητου και του απρόβλεπτου, μπορεί να πέσεις πάνω σε χαρακτηριστικές ή ακόμη και ‘‘ιδανικές’’ συναντήσεις, ο Μπρετόν καταλαμβάνεται από μια αινιγματική φαντασίωση. Στα όνειρά του βλέπει να ξεπηδούν κάποιες συγκεκριμένες μορφές, που ονομάζει ‘‘κλειδοκράτορες’’, οι οποίες κινούνται στο ‘‘θέατρο του νου’’, σαν τους ηθοποιούς μιας φαντασμαγορικής επιθεώρησης.
 
Ο Μπρετόν αρχίζει να συλλογίζεται ότι στην αναζήτηση του πνεύματος, όπου κάθε πόρτα που καταφέρνεις να ανοίξεις οδηγεί σε μια άλλη που και αυτήν πρέπει να προσπαθήσεις να την ανοίξεις, είναι φανερό ότι χρειάζεται να έχεις όσα περισσότερα κλειδιά μπορείς. Δεν ωφελεί όμως να ψάχνεις μόνο για τα κλειδιά, πρέπει να ψάχνεις και για αυτούς που τα κατέχουν, ακόμη και χωρίς να το ξέρουν. Αυτά τα πρόσωπα τα ονομάζει ‘‘κλειδοκράτορες’’. Για να ανακαλύψει αυτούς τους ‘‘κλειδοκράτορες’’ κανείς πρέπει να μπει στον κόπο να εξετάσει όλα τα σημεία του ορίζοντα, να είναι όσο πιο διαθέσιμος γίνεται, και να μην φοβάται να  εκτεθεί σε όλες τις αποτυχίες και τις συναισθηματικές απογοητεύσεις.
 
Έτσι, ο Μπρετόν χαρακτηρίζει τον εαυτό του ‘‘το κλειδί των αγρών’’ και πιστεύει ότι κάπου υπάρχει το γενικό αντικλείδι, ο «υπέροχος διαβάτης, ο μέγας κλειδούχος της σύγχρονης ζωής». Λίγο καιρό αργότερα θα συναντήσει έναν εκκεντρικό νεαρό, τον Ζακ Βασέ, και στο πρόσωπό του θα αναγνωρίσει τον ‘‘κλειδοκράτορα του δανδισμού’’.
 
 
Συνάντηση με έναν εκκεντρικό δανδή
 
Στις αρχές του 1916, στο νοσοκομείο της οδού Μποκάζ, ο Μπρετόν γνωρίζει τον Ζακ Βασέ, έναν περήφανο κοκκινομάλλη νεαρό που νοσηλεύεται για ένα κάταγμα στην κνήμη. Στις ατελείωτες συζητήσεις που θα κάνουν οι δυο τους, ο Βασέ θα παραξενεύσει τον Μπρετόν καθώς φαίνεται να μην δίνει σημασία σε τίποτα. Περιφρονεί την τέχνη, την λογοτεχνία, τις συνηθισμένες ανησυχίες, τις πατριωτικές διακηρύξεις του πολέμου, κοροϊδεύει τον Μπρετόν και ισχυρίζεται πως υπακούει μόνο σε έναν νόμο, το χιούμορ. Όταν ο Βασέ βγαίνει από το νοσοκομείο, αρχίζει να συχνάζει σε κακόφημα μπαρ και καμπαρέ, ενώ αλλάζει συνεχώς μεταμφιέσεις. Καθώς είναι η εποχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, κάθε τόσο αλλάζει στολή περιφερόμενος στους δρόμους πότε σαν αεροπόρος και πότε σαν ουσάρος. Μερικές φορές, όταν συναντά τον Μπρετόν στον δρόμο, κάνει πως δεν τον γνωρίζει και τον προσπερνά κανονικά, παρόλο που συνεχίζουν να είναι στενοί φίλοι. 
 
Τον Μάιο του ίδιου χρόνου ο Βασέ στέλνεται στο μέτωπο, αλλά συνεχίζει να επικοινωνεί με τον Μπρετόν μέσω αλληλογραφίας. Του γράφει : «Ο ενθουσιασμός των άλλων, εκτός του ότι είναι θορυβώδης, είναι και σιχαμερός», «Με χαρά μου έμαθα, αγαπητέ μου φίλε, πως είστε λίγο άρρωστος». Κάποια στιγμή ο Βασέ θα πείσει έναν στρατηγό πως είναι διάσημος ζωγράφος και από τότε θα έχει ένα σωρό πλεονεκτήματα. Γράφει σε ένα γράμμα του : «Περιφέρω από τα ερείπια στο χωριό το κρυστάλλινο μονόκλ μου και μια θεωρία για ανησυχητικές ζωγραφιές».
 
Έτσι, στο πρόσωπο του Ζακ Βασέ η ομάδα των σουρεαλιστών συνάντησε τον κατεξοχήν δανδή, το ακριβώς αντίθετο του στρατευμένου και του πιστού. Ο Βασέ θα γίνει ο μεγάλος εκκεντρικός δάσκαλος της σουρεαλιστικής επιθεώρησης ‘‘Literature’’. Σε ένα κείμενό του θα γράψει : «Αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε τον κόσμο, να αποδράσουμε από εδώ, να αφήσουμε όλους τους άλλους να φυτοζωούν σε μια ημιαναίσθητη άγνοια, μέχρι να γίνει επιτέλους κάποια αποκάλυψη... Θα οδηγηθούμε αλλού, κι όμως θα είμαστε πάντα εδώ».
 
 
 Νάντια, η Προσδοκία
 
Κάποιο βράδυ, καθώς ο Μπρετόν περπατά άσκοπα στην οδό Λαφαγέτ, βλέπει ξαφνικά ένα ιδιαίτερο πλάσμα να ξεχωρίζει μέσα στην γκρίζα καθημερινότητα. Είναι ξανθιά, εύθραυστη, φτωχοντυμένη, βαμμένη αδέξια, αλλά περπατά με το κεφάλι ψηλά και με τα μάτια της τονισμένα με μαύρο μολύβι. Όταν της απευθύνει αυθόρμητα τον λόγο, εκείνη του απαντά σαν να τον γνωρίζει από πάντα.
 
Αφού της προτείνει να κάτσουν σε ένα καφενείο, εκείνη του λέει πως κατάγεται από την Λίλλη, πως έχει χωρίσει πρόσφατα από ένα φοιτητή που την αγαπούσε, και του αποκαλύπτει το όνομα που έχει διαλέξει για τον εαυτό της : «Νάντια (Nadja), γιατί στα ρωσικά έτσι αρχίζει η λέξη προσδοκία, και γιατί δεν είμαι παρά η αρχή». Η αρχή για ποιό πράγμα, ίσως να σκέφτηκε να την ρωτήσει ο Μπρετόν, αλλά αυτό που την ρώτησε, όταν ετοιμαζόταν να φύγει, θέλοντας να κάνει μια ερώτηση που να συνοψίζει όλες τις ερωτήσεις, ήταν : «Ποιά είστε τελικά ;». Και εκείνη του απάντησε : «Είμαι η περιπλανώμενη ψυχή».
 
Στις συναντήσεις τους, η συμπεριφορά της Νάντια, πότε συγκρατημένη και πότε ελεύθερη, θα βρίσκεται πάντοτε έξω από τα στενά όρια της λογικής. Ο συνοδός της θα είναι σαν ένας απλός θεατής, που περιμένει με πάθος πως κάτι θα συμβεί από λεπτό σε λεπτό. Με αυτή την συνάντηση, ο Μπρετόν θα βρει στις ανθρώπινες σχέσεις κάτι ανάλογο με την αυτόματη γραφή. Αντί για την γλώσσα, τώρα θα τον οδηγεί ένα ανθρώπινο πλάσμα, χωρίς να νοιάζεται για τον προορισμό, προκαλώντας μέσα του το ξύπνημα αισθημάτων που δεν φανταζόταν καν ότι υπάρχουν.
 
Ο Μπρετόν παρατηρεί ότι γι' αυτή την περίεργη κοπέλα η ευχαρίστηση υπήρχε απλώς με το να βρίσκεται στον δρόμο, που ήταν το μόνο πεδίο πειραματισμού για αυτήν, όντας διαθέσιμη σε κάθε ερώτηση οποιουδήποτε περαστικού. «Η Νάντια ήταν για μένα», θα γράψει ο Μπρετόν, «ένα από εκείνα τα ελεύθερα πνεύματα, κάτι σαν τα ξωτικά που ορισμένα μαγικά μας επιτρέπουν να τα συλλάβουμε για μια στιγμή, μα που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να τα υποτάξουμε».
 
 
Ψάχνοντας το Εύρημα
 
Για τον Μπρετόν ο μυστικισμός γύρω από τις συναντήσεις συνεπάγεται και μία φιλοσοφία γύρω από το εύρημα. Έτσι ο ίδιος τριγύριζε συχνά στα παλιατζίδικα, ψάχνοντας για πράγματα που δεν έβρισκε κανείς πουθενά αλλού, πράγματα που η μόδα τους είχε περάσει, που τους έλειπαν κομμάτια, που ήταν αδύνατο να χρησιμοποιηθούν ή ήταν ακατανόητα.
 
Πίστευε πως, μερικές φορές, έχει ενδιαφέρον να κάνουμε τις περιηγήσεις μας έχοντας κατά νου ένα αντικείμενο που θέλουμε να βρούμε. Τότε, έλεγε, η ηδονή του ευρήματος είναι συνάρτηση της ομοιότητας/ανομοιότητας ανάμεσα στο επιδιωκόμενο αντικείμενο και στο εύρημα. Επίσης, πίστευε πως το εύρημα ενός αντικειμένου μπορούσε να έχει την ίδια λειτουργία με το όνειρο. Καθώς οι επιθυμίες ενός ατόμου είναι σκοτεινές, και η ανάλυση των ονείρων δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση, θα μπορούσαν πιο εύκολα να αποκαλυφθούν με την αντίδραση του ατόμου μπροστά σε ένα αντικείμενο που θα τραβήξει την προσοχή του. Το γεγονός ότι προσέχει αυτό και όχι κάτι άλλο, ο τρόπος που το ερμηνεύει, μπορεί να του επιτρέψει επαγωγικά να μάθει πράγματα για τον εαυτό του και τις επιθυμίες του.
 
Επίσης, ο Μπρετόν κάνει μια ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στις περιπτώσεις που βρίσκει κάτι μόνος του και σε εκείνες που βρίσκει κάτι μαζί με κάποιον άλλον. Γράφει χαρακτηριστικά ότι «δύο άτομα που βαδίζουν το ένα δίπλα στο άλλο αποτελούν μία μόνο μηχανή επίδρασης που έχει μπει σε λειτουργία. Το εύρημα μού φαίνεται ότι εξισορροπεί ξαφνικά δύο πολύ διαφορετικά πεδία σκέψης». Σε αυτή την περίπτωση, κάθε ανακάλυψη παίρνει μια πρόσθετη αξία μέσω της σύγκρισης και η αμοιβαία κατανόηση των φίλων που ασχολούνται με αυτό κερδίζει σε ποιότητα.
 
 
Ένα θαύμα σε εξέλιξη
 
Καταλήγοντας, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι όλες οι προσδοκίες των σουρεαλιστών βασίζονταν στην απόλυτη διαθεσιμότητά τους, στην δίψα τους να περιπλανιόνται για να συναντήσουν οτιδήποτε, και ταυτόχρονα στην σιγουριά τους πως αυτή η δίψα τούς κρατούσε σε μια μυστηριώδη επικοινωνία με άλλους ανθρώπους, σαν να ήταν γραφτό τους να συναντηθούν ξαφνικά. Σύμφωνα με αυτό το περίπλοκο ''παιχνίδι'', μπορεί να υπάρξουν σημαντικές συναντήσεις που θα ξαναδώσουν στην ζωή το νόημα που άρχισε να χάνει ή εκείνη την αποφασιστική ώθηση που μπορεί μάταια ν' αναζητούσε.

Στις σύγχρονες αγχωτικές μεγαλουπόλεις, όπου ο καθένας μας περιφέρεται κλεισμένος στα δικά του προβλήματα, τρέχοντας να προλάβει λογαριασμούς και προθεσμίες, όλα αυτά μπορεί να φαντάζουν ως εξωπραγματικές πολυτέλειες. Ωστόσο, κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει στον νου του ότι μπορεί, στην πόλη όπου μένει, να συναντήσει μια Νάντια, έναν Ζακ Βασέ, δηλαδή ένα πλάσμα που η συμπεριφορά του να καταλύει τις συνηθισμένες προδιαγραφές ή ένα αλλόκοτο εύρημα, και θα πρέπει να μπορεί να φανεί αμέσως αντάξιος αυτής της ύπαρξης που βρέθηκε ξαφνικά στον δρόμο του για να του θέσει το αδιάκοπο ερώτημα της απαλλαγής από τις αλυσίδες της ζωής του...


(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ''Φαινόμενα'', τεύχος 48, ένθετο του Ελεύθερου Τύπου)
 
Βιβλιογραφία
1. Σαράν Αλεξαντριάν, ''Μπρετόν'', εκδ. Θεμέλιο.
2. Nadeau Maurice, ''Ιστορία του Σουρεαλισμού'', εκδ. Πλέθρον.
3. Οκτάβιο Παζ, ''Η αναζήτηση της Αρχής - Δοκίμια για τον υπερρεαλισμό'', εκδ. Ηριδανός.