POST #4
«Μόνο ο μεγαλοφυής συγγραφέας τολμά να ατενίσει χωρίς να ωχριά
την παράξενη όψη των αιώνων,να προκαλεί τον χρόνο,
να στυλώνει μπροστά στο κύμα της λήθης το ελεύθερο στήθος του 
κι όρθιος, επάνω σε αμέτρητα φέρετρα, να υπερασπίζεται απέναντι της κρίσεως του σκότους
την αληθινή ευγένεια του ανθρωπίνου είδους» 
Καμίλιος Μωκλαίρ 
«Από την στιγμή που αφηγούμαστε ένα γεγονός αποσυνδέοντάς το από την πραγματικότητα 
και με βάση την πρακτική της γραφής, η φωνή χάνει την προέλευσή της,
ο συγγραφέας πεθαίνει και η γραφή αρχίζει» 
Roland Barthes
Πριν από λίγες μέρες, εντρυφώντας σε μια όψη του έργου του, έπεσα πάνω σε μια αποστροφή του Steven King (αυτού του grand master του Φανταστικού και του Τρόμου), συγκεκριμένα σε κάποια ερωτήματα που έθετε ρητορικά ο ίδιος και τα οποία ‘‘ξύπνησαν’’ εκ νέου και κάποια δικά μου αειθαλή ερωτήματα σε σχέση με το λογοτεχνικό φαινόμενο : «Ποιός είμαι όταν γράφω ; Ποιοί είστε εσείς, εδώ που τα λέμε ; Τί ακριβώς συμβαίνει εδώ, γιατί συμβαίνει και, τελικά, έχει καμιά σημασία ;»

Σκέψεις πάνω στο φαινόμενο της συγγραφής με είχαν απασχολήσει και κατά το παρελθόν. Στο παρόν κείμενο, εν είδει υπενθύμισης μιας παλαιότερης μελέτης, θα επιχειρήσω να καταγράψω συνοπτικά ορισμένες σημειώσεις πάνω στις τρεις βασικές παραμέτρους του λογοτεχνικού γεγονότος : ο συγγραφέας, ο αναγνώστης, και το ίδιο το κείμενο καθ’ αυτό.

- Ο συγγραφέας ως νοηματοδότης του κειμένου 

Οφείλω να ομολογήσω πως δεν μου είναι άγνωστη αυτή η προσέγγιση, όπου ο συγγραφέας θεωρείται ως ένα είδος εκλεκτού (the chosen one) και η προσωπική του περιπέτεια μέσα στην ζωή ως εκείνο το μοναδικής σπουδαιότητας γεγονός που νοηματοδοτεί κι αποκαλύπτει την ουσία ολόκληρης της Δημιουργίας (εντάξει, ίσως υπερβάλλω λιγάκι). Δεν θα ήταν άστοχο αν διακρίναμε πίσω από αυτό το σκεπτικό μια μεγάλη δόση... Ρομαντισμού.

Η έννοια του παντογνώστη και παντοδύναμου συγγραφέα, του δημιουργού που θεωρείται ο μοναδικός νοηματοδότης του λογοτεχνικού έργου, διαμορφώθηκε τον 19ο αιώνα. Το ρομαντικό κίνημα ήταν εκείνο που ανέδειξε την προσωπικότητα του συγγραφέα σε κυρίαρχο στοιχείο, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί έτσι μια κυρίαρχη αισθητική που αντιμετώπιζε την λογοτεχνία ως μία ιστορία προσωπικοτήτων.

Από την οπτική αυτή, οι αισθητικές ιδιότητες ενός έργου θεωρούνται κυρίως προβολή προσωπικών ιδιοτήτων και το έργο μία διαφάνεια που αποκαλύπτει την ψυχή του συγγραφέα. Σε αυτήν την περίπτωση, η παρουσία του ονόματος του συγγραφέα λειτουργεί ως μέσο ταξινόμησης, καθορίζει την μορφή των έργων και χαρακτηρίζει τον τρόπο ύπαρξής τους. Αρκεί να έχουμε την εποπτεία της βιογραφίας, της οπτικής γωνίας και των κοινωνικών επιλογών του συγγραφέα για να εξηγήσουμε όλα τα στοιχεία του κειμένου. Αυτή η προσέγγιση βλέπει το υποκείμενο της πολιτιστικής δημιουργίας ως κατεξοχήν προσωπικό, αποτέλεσμα της εκκεντρικότητας του δημιουργού του, τον οποίο και, κατά κάποιο τρόπο, αγιοποιεί.


- Το κείμενο παράγει μόνο του τον εαυτό του 

Κατά τον 20ο αιώνα, η επιδίωξη των θεωρητικών και των κριτικών να συγκροτήσουν μια ‘‘επιστήμη’’ της λογοτεχνίας, δηλαδή να εξασφαλίσουν την αντικειμενικότητα και την εγκυρότητα του λογοτεχνικού κειμένου, τους οδήγησε στο να μετατοπίσουν το ενδιαφέρον τους από τον συγγραφέα στο ίδιο το κείμενο. Παρόλο που νομίζω πως δίκαια εδώ θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί γιατί το λογοτεχνικό κείμενο να πρέπει να χαρακτηρίζεται από ‘‘αντικειμενικότητα’’ και ‘‘εγκυρότητα’’ (εγκυρότητα ως προς τί ; ), αξίζει να ρίξουμε μια ματιά σε εκείνες τις σκέψεις που αποπειράθηκαν να οριοθετήσουν ένα πλαίσιο μελέτης με κεντρικό άξονα το ίδιο το κείμενο και τις λειτουργίες που παράγουν το νόημά του.

Φορμαλισμός, Δομισμός και Σημειολογία, είναι τα ονόματα μερικών από των τάσεων που αποφάσισαν να ασχοληθούν μόνο με τις ‘‘λέξεις πάνω στην σελίδα’’ και να αδιαφορήσουν για οποιοδήποτε άλλο εξωτερικό στοιχείο. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν μας ενδιαφέρει η ιστορικότητα, ο συγγραφέας, και τα προσωπικά του βάσανα, αλλά μόνο το σύστημα των λεκτικών συμβάσεων που συγκροτούν το λογοτεχνικό κείμενο. Η μελέτη του κειμένου γίνεται ανεξάρτητα από το ιστορικό, κοινωνικό, πολιτιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτό δημιουργήθηκε και το μόνο που ενδιαφέρει είναι ο τόνος της γραφής, δηλαδή κατά πόσο έχουν επιλεγεί τα κατάλληλα σχήματα λόγου για να εκφραστεί το θέμα του έργου – σε αυτά τα συστήματα κανόνων και κωδίκων πρέπει να εστιάσουμε γιατί αυτά και μόνο παράγουν το νόημα του κειμένου. 

Έτσι, ο ιδεώδεις αναγνώστης γι’ αυτούς τους δομιστές και φορμαλιστές είναι εκείνος που στέκεται απαλλαγμένος από πεποιθήσεις, απαλλαγμένος από προσωπικές επιλογές και χαρακτηριστικά που καθορίζουν το φύλλο, την τάξη, τις κοινωνικές αντιλήψεις, προσεγγίζοντας το λογοτεχνικό κείμενο μόνο με βάση εκείνους τους λεκτικούς κώδικες και τα συστήματα που τον βοηθούν να προσλάβει το έργο. 

Μία ένσταση, όμως, ως προς αυτό θα ήταν πως μια τέτοια αντίληψη καταργεί ουσιαστικά το ανθρώπινο υποκείμενο και το αντικαθιστά με ένα σύστημα ανάγνωσης του κειμένου. Πώς μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός πως το νόημα είναι ζήτημα συνείδησης κι όχι απλώς λέξεων ; Πώς μπορούμε να παραβλέψουμε ότι, όταν κάποιο νόημα συνδέεται με λέξεις, είναι ο άνθρωπος εκείνος που κάνει την σύνδεση, ανεξάρτητα από τους κανόνες και τις όποιες συμβάσεις της γλώσσας ;

- Ο αναγνώστης, η συνείδηση που παράγει το νόημα 

«Η λογοτεχνία δεν είναι ένα αντικειμενικό γεγονός, αλλά μία υποκειμενική εμπειρία… Καθένας μας θα βρει σ’ ένα λογοτεχνικό έργο αυτό που φοβάται ή επιθυμεί περισσότερο» διατεινόταν ο θεωρητικός Ν. Holland πριν από μερικές δεκαετίες. 

Το ενδιαφέρον της θεωρίας της λογοτεχνίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα μετατοπίζεται από το κείμενο προς τον αναγνώστη. Οι θεωρίες που αναπτύχθηκαν σε αυτήν την περίοδο αμφισβητούν τον ορθολογισμό του δομισμού, σχεδόν αρνούνται ακόμη και την ίδια την έννοια της δομής. Η γλώσσα για αυτούς τους ‘‘μεταδομιστές’’ δεν είναι μια αυστηρά οριοθετημένη δομή που περιέχει συμμετρικές μονάδες σημαινόντων και σημαινομένων αλλά ένα πεδίο όπου όλα μεταβάλλονται και τίποτα δεν μένει σταθερό. 

Αυτή η άποψη εμφανίζεται αντίθετη σε κάθε είδους συνεκτικά κοσμοθεωρητικά συστήματα και θεωρεί ότι η σχέση μας με την πραγματικότητα δεν είναι απλώς μια θετικιστική γνώμη αλλά κατεξοχήν μια ερμηνευτική σχέση. Επομένως, το κείμενο καθ’ αυτό είναι άνευ σημασίας, αφού ένα λογοτεχνικό έργο μπορεί να κατανοηθεί μόνο λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της ανάγνωσής του. Σε αυτή την σχέση το υποκείμενο και το αντικείμενο της αναγνωστικής διαδικασίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους.

Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, λοιπόν, το λογοτεχνικό έργο δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο ως αντικείμενο που αντανακλάται στην συνείδηση. Καθώς το λογοτεχνικό έργο διαθέτει διάφορα επίπεδα (αισθήσεις, διαθέσεις, νοηματικές ενότητες), δηλαδή πλευρές της πραγματικότητας που μπορούν να περιγραφούν στο κείμενο μόνο σχηματικά, είναι αναγκαίο να αναγνωρίσουμε πως εκείνος που καλείται να συγκεκριμενοποιήσει και νοηματοδοτήσει αυτά τα στοιχεία είναι βασικά ο αναγνώστης. Άλλωστε, το λογοτεχνικό έργο δεν απευθύνεται τόσο στην διάνοια όσο στο συναίσθημα, και το περιεχόμενο αυτού του συναισθήματος είναι μία πολύ πιο σύνθετη διαδικασία που αναγκαστικά περνάει μέσα από το ‘‘φίλτρο’’ του αναγνώστη. 

Πέρα από αυτές τις βασικές παραμέτρους (ο ρόλος της προσωπικότητας του συγγραφέα, ο ρόλος της μεσολάβησης του αναγνώστη, και τα ίδια τα κειμενικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται) υπήρξαν κι υπάρχουν κι αρκετές ακόμη που διεκδικούν μερίδιο στην συγκρότηση μιας θεωρίας για την λογοτεχνία. Ο Μαρξιστικός στοχασμός θα συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του στο κοινωνικό περιεχόμενο και στις κοινωνικές διαστάσεις του κάθε έργου, επιδιώκοντας να διερευνήσει το είδος και τον βαθμό εξάρτησης που υπάρχει ανάμεσα στην οικονομική βάση και στο πνευματικό εποικοδόμημα. Η θεωρία της ‘‘ακριβούς αντανάκλασης’’ θελήσει να αξιολογήσει τα έργα αποκλειστικά ως αντανάκλαση της κοινωνικής πραγματικότητας, ενώ η ψυχαναλυτική λογοτεχνική κριτική, διαμορφωμένη υπό την επίδραση της θεωρίας του Φρόιντ, θα διεκδικήσει επίσης ένα μερίδιο στην νεότερη θεωρία της λογοτεχνίας.


Πριν από λίγους μήνες έτυχε επίσης να διαβάσω ένα ενδιαφέρον κείμενο του Χανς Κρίτσοφ Μπουχ, όπου μεταξύ άλλων έγραφε:

«Δεν ξέρω τί είναι ρεαλισμός, μα ξέρω τί είναι ο φόβος εξαιτίας της αγάπης… 

»Τί σχέση έχουν όλα αυτά με την λογοτεχνία ; Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός απαιτεί από τον συγγραφέα ‘‘την περιγραφή της πραγματικότητας στην επαναστατική της εξέλιξη’’. Πού βρίσκεται όμως αυτή η επαναστατική εξέλιξη ; … Υπάρχει κι ένας άλλος ορισμός του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που παραδόξως προέρχεται από τον Στάλιν κι έχει ως εξής: ‘‘Ο συγγραφέας είναι ο μηχανικός της ανθρώπινης ψυχής’’. Δεν ξέρω πόσο σοβαρολογούσε ο Στάλιν λέγοντας αυτήν την φράση, ο ίδιος ήταν περισσότερο τεχνίτης του τρόμου απ’ ότι της ανθρώπινης ψυχής και σίγουρα εξολόθρευσε περισσότερους συγγραφείς απ’ ότι είχε διαβάσει… 

»Δεν έχω καμία υπόληψη γι’ αυτόν που γράφει ένα μυθιστόρημα για να αποδείξει πως σε μία επιχείρηση πρέπει να συγκροτηθεί εργατική επιτροπή, γιατί κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται να γίνει μυθιστόρημα. Η μορφή της πραγματικότητας είναι πάντα μη ρεαλιστική, γράφει ο Κάφκα. Αυτή την λογοτεχνία εκλαμβάνω ως ρεαλιστική, αυτήν που αντιστρατεύεται την αξίωση της μοναδικής αντιπροσώπευσης της πραγματικότητας, που δεν περιγράφει μόνο ό,τι είναι, μα δείχνει τις ουτοπικές δυνατότητες που πνίγονται και μαραίνονται στην καθημερινή πραγματικότητα…» 

Όπως και να ’χει, υποθέτω πως τα ερωτήματα θα συνεχίσουν να μας απασχολούν για πολύ ακόμη. Οπότε, την επόμενη φορά που θα ολοκληρώσουμε ένα βιβλίο, προτείνω να αναρωτηθούμε πιο σοβαρά: τί είναι αυτό το κείμενο ; από πού ήρθε ; τί μας κάνει ; και, αν συνεχίζουμε να είμαστε ακριβώς οι ίδιοι μετά την ανάγνωσή του… 
 
 
υποσημείωση: αρκετά στοιχεία αντλήθηκαν από την μονογραφία της Μαρίας Κ. Πεσκετζή, Θεωρία της λογοτεχνίας και λογοτεχνική κριτική, εκδ. Σαββάλας.

- - -