Όπως συνέβαινε μερικές φορές, από λανθασμένους χειρισμούς του Ενεργειακού Κέντρου Ημερήσιας Φροντίδας, το πέρασμα εκείνης της μέρας από το μεσημέρι στο απομεσήμερο κι έπειτα στο απόγευμα έγινε ξαφνικά κι απότομα, χωρίς ενδιάμεσα στάδια και προειδοποιήσεις. Από την μία στιγμή στην άλλη, ο ουρανός θάμπωσε, ο ήλιος έγινε πορτοκαλής και μία γλύκα απλώθηκε παντού, μία ουσία ονείρου, που έμπαινε στα σπίτια των ανθρώπων και χάιδευε πρωτόγνωρα τις καρδιές τους.

Ο Θωμάς, κλεισμένος καθώς ήταν όλη μέρα στο δωμάτιό του, με τα χέρια στο πιάνο, είδε μια πορτοκαλή χαραγή να σχηματίζεται μισή στο κατασκευασμένο από συνθετικό μέταλλο έπιπλο και μισή στον γαλάζιο τοίχο. Σταμάτησε απαλά τις κινήσεις του, γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο και κοίταξε έξω. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν οφειλόταν στην ευαισθησία της στιγμής ή στην ξαφνική μετάπτωση της ημέρας, αλλά ένιωσε μια έντονη αίσθηση πρωτόγνωρου σε αυτό που αντίκριζε. Σαν να έβλεπε τον κόσμο με καινούρια μάτια, και ήξερε πολύ καλά πόσο καιρό είχε να το νιώσει αυτό...

Μόλις λίγες στιγμές πριν, τα δάχτυλά του κινούνταν απαλά πάνω στο κλαβιέ του πιάνου. Ένιωθε ήρεμος και χαλαρωμένος, η πλάτη του ήταν ίσια και οι ώμοι του βρίσκονταν σε ευθεία γραμμή, με το τακούνι του παπουτσιού του κρατούσε τον ρυθμό. Είχε αρχίσει αυτοσχεδιάζοντας να συνδυάζει νότες και συγχορδίες, να σχηματίζει μουσικές φράσεις, να δημιουργεί μια σύνθεση. Κι ενώ κρατούσε τα μάτια του κλειστά, με το μυαλό του έβλεπε μορφές να ξεπετάγονται μέσα από το κλαβιέ του πιάνου, έγχρωμες παρουσίες με μαγική υπόσταση, που φτερούγιζαν προς το ταβάνι. Φανταζόταν τις μορφές αυτές να ελευθερώνονται στον αέρα μέσα από το έπιπλο, να κυματίζουν ελεύθερα, κι έπειτα να σμίγουν μεταξύ τους, να αγκαλιάζονται, να ενώνονται και να χωρίζουν, να χορεύουν ανεβαίνοντας προς την οροφή και να μην είναι ποτέ οι ίδιες. Σε αυτόν τον ψεύτικο κόσμο, κι ωστόσο τον μόνο αληθινό εκείνη την στιγμή, ο Θωμάς είχε νιώσει απόλυτα ευτυχής, μέχρι που άνοιξε τα μάτια του – μια στιγμή μόνο αρκούσε – μέχρι που άνοιξε τα μάτια του και το είδε… Τότε βρέθηκε να κοιτά έξω από το παράθυρο παραλυμένος, κι ήταν ίσως η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που ένιωθε πως η ‘‘μουσική’’ έξω από το τζάμι, εκεί έξω, ήταν καλύτερη από την δική του.  

Η μουσική μες το δωμάτιο σταμάτησε. Ο Θωμάς σηκώθηκε και με αργά βήματα προχώρησε προς την μεριά του παραθύρου, που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος ενός από τους τοίχους κι έβγαινε λίγα μέτρα προς τα έξω, σχηματίζοντας μια μικρή τζαμαρία. Στην αρχή πλησίαζε προς έναν φασματικό του εαυτό, που περιβαλλόταν καθρεπτιζόμενος από το μεταλλικό πλαίσιο του τζαμιού, κι έπειτα βρέθηκε πλημμυρισμένος από το εξωτερικό τοπίο, λουσμένος στο αχνό φως της ημέρας που έφτανε στο τέλος της. Ένας ροδοκόκκινος ουρανός, ένας ήλιος στην δύση του, μερικές ουρές από σύννεφα κι οι φλογισμένες στέγες των άλλων σπιτιών, σαν μαγικά χαλιά που αιωρούνταν πάνω από το έδαφος. Ήταν τόσο όμορφα που ευχήθηκε να μη έπεφτε ξαφνικά το σκοτάδι, να μην βυθίζονταν όλα απότομα μες την μαυρίλα, να μην έκαναν πάλι λάθος σε αυτό το σημείο… 

Oι τεχνικοί του Ενεργειακού Κέντρου Ημερήσιας Φροντίδας, όμως, δεν διέφεραν από όλους τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους. Περιορίζονταν στο να διεκπεραιώνουν βαριεστημένα την υπηρεσία τους, χωρίς κανένα ιδιαίτερο μεράκι για αυτό που έκαναν, παρόλο που ο Θωμάς πίστευε πως το έργο τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ισότιμο με αυτό των καλλιτεχνών. Για εκείνους ήταν απλώς κουμπιά και μηχανήματα, και οι υπολογιστές ήταν τόσο τέλειοι που το αποτέλεσμα αρκούσε από μόνο του όσο άγαρμπα κι αν επιτελούνταν. 

Τώρα, καθηλωμένος μπροστά στο παράθυρο, προσπαθώντας να συλλάβει την ομορφιά της εικόνας που καθρεπτιζόταν στα μάτια του, ο Θωμάς έφερνε στο νου του τα λόγια των επιστημόνων, που είχαν προσπαθήσει να ξαναστήσουν τον κόσμο στα πόδια του και να περισώσουν ό,τι μπορούσε να σωθεί : «η δόνηση είναι η βάση ολόκληρου του εκδηλωμένου κόσμου, αλλά και η απαρχή της δημιουργίας… η βάση της δομής της πραγματικότητας που αντιλαμβάνονται οι ανθρώπινες αισθήσεις είναι ένας κόσμος που δονείται και ανταλλάσσει πληροφορίες μέσω κραδασμών, ταλαντώσεων ενέργειας σε διαφορετικά πεδία κι επίπεδα… διαχέοντας προς την αδρανή ύλη παλμικές δονήσεις ήχου που την ξυπνούν μπορούμε να αναπαραστήσουμε τον κόσμο…». Θυμόταν ακόμη από το σχολείο τον βασικό κανόνα της Νέας Φυσικής : «Το ανύπαρκτο κυμαίνεται και η κύμανσή του το καθιστά υπαρκτό. Κι επειδή ο παρατηρών νους διαμορφώνει την κύμανση, η πραγματικότητα που προκύπτει είναι τελικά προϊόν του νου». Οι άνθρωποι δεν χρειάζονταν πια τις υλικές δυνάμεις για να μεταβάλλουν τον κόσμο. Άλλωστε δεν είχαν απομείνει και πολλά πράγματα από αυτόν. Όλο το βάρος είχε πέσει στους επιστήμονες, που επέλεξαν απλά να επιδράσουν στα ίδια τα κύματα που επεξεργάζεται ο νους, να χρησιμοποιήσουν τους όρους του δικού του παιχνιδιού, προκαλώντας επιλεκτική ενεργοποίηση ψυχονευρικών κέντρων. Έτσι, κατάφεραν να προσφέρουν μία νέα ελπίδα για έναν σταθερό ανθρώπινο κόσμο, για όσο άντεχε κι αυτή…  

Ο Θωμάς θυμόταν πως είχε πολλά χρόνια να γευτεί μια τέτοια συγκίνηση, που να μην οφείλεται αποκλειστικά στον εσωτερικό του κόσμο αλλά σε κάτι εξωτερικό. Διατηρούσε ακόμη μερικές αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια, όπου είχε την τύχη ή την ατυχία να προλάβει τον παλιό κόσμο, όπως ήταν κάποτε. Θυμόταν μια εκδρομή με τους γονείς του μέσα από το δάσος. Μια νυχτερινή κατασκήνωση σε κάποια λίμνη. Το σπίτι του παππού του στην εξοχή. Ναι, διατηρούσε ακόμη κάποιες αναμνήσεις : η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος, η αύρα των βουνών, η σιωπή της νύχτας, το παραμιλητό των αηδονιών μέσα στα φυλλώματα, ένας αδύναμος ήλιος να ζωγραφίζει περίτεχνα τον βραδινό ορίζοντα στην ανατολή του… 

Σε εκείνη την εκδρομή, ο Θωμάς είχε διαπιστώσει πόσο περίεργος άνθρωπος ήταν ο παππούς του. Ίσως το μέρος όπου έμενε, ένας Πρότυπος Σταθμός Φυσικής Διατήρησης, να τον είχε επηρεάσει. Του άρεσε να πεζοπορεί για ώρες μέσα στους εξωτικούς δρόμους, κι έλεγε πως ορισμένα βράδια άκουγε τραγούδια να έρχονται από μακριά. Ο Θωμάς θυμόταν τα λόγια του, μια βραδιά μες την ησυχία του σπιτιού : «από καιρό σε καιρό ακούω μελωδίες, τέτοιες που δεν έχω ξανακούσει ποτέ, να έρχονται μέσα από το δάσος, λες και τραγουδούν χοροί αγγέλων… έρχονταν από μακριά μουσικοί ήχοι, σε καθαρούς ή διακριτούς τόνους, αλλά ωστόσο απερίγραπτοι. Φαντασιωνόμουν άραγε ή ήταν πραγματικοί; ». 

Αλλά τώρα μια φευγαλέα σκιά πέρασε από το πρόσωπό του, καθώς σκέφτηκε πως δεν υπήρχε τίποτα πλέον από όλα αυτά. Εκείνη η εποχή είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Oι άνθρωποι ζούσαν πια προφυλαγμένοι μέσα στις τεράστιες κυψέλες τους, με μία εικονική πραγματικότητα να τους περιβάλλει.

Η ώρα περνούσε και η εικόνα έξω από το τζάμι βυθιζόταν στο σκοτάδι. Ο Θωμάς άρχισε να αισθάνεται μπερδεμένος, όπως την στιγμή που δεν ξέρεις αν έχεις ξυπνήσει ή αν ονειρεύεσαι ακόμη. Κάτι εξωτερικό… Ο εσωτερικός του κόσμος… Οι τεχνικοί του Ενεργειακού Κέντρου Ημερήσιας Φροντίδας φαίνεται πως τα είχαν καταφέρει απόψε. Στο τέλος ο Θωμάς κουράστηκε, γύρισε την πλάτη στο παράθυρο και κάθισε πάλι στο πιάνο. 


 © Δημήτρης Αργασταράς






Ο συγγραφέας και η κυρία Ντετόλ

1.

Όταν στάθηκα στην βάση της σκάλας, διαβάζοντας το καρφιτσωμένο σημείωμα – πρέπει να το είχαν βάλει στον πίνακα ανακοινώσεων μόλις σήμερα το πρωί – η πρώτη που σκέφτηκα αμέσως ήταν η κυρία Ντετόλ. Για όλους τους υπόλοιπους άλλωστε η είδηση ήταν ήδη γνωστή – έπρεπε να μετακομίσουμε, είτε στα διαμερίσματα που μας πρότειναν, είτε σε σπίτια δικά μας, το πολύ μέσα σε ένα μήνα, γιατί η παλιά πολυκατοικία θα γκρεμιζόταν για να δώσει την θέση της σε ένα σύγχρονο συγκρότημα διαμερισμάτων. Το αυτί μου είχε ήδη αρπάξει τα σχέδια των περισσότερων ενοίκων και μερικοί είχαν ήδη μετακομίσει, πρέπει να ήμουν ο τελευταίος που αποφάσισε τί ακριβώς θα κάνει, αλλά κανένας δεν γνώριζε τίποτε για την μοίρα της κυρίας Ντετόλ. Και διάφοροι ψίθυροι είχαν αρχίσει να ακούγονται...

Παρά το γνωστό του περιεχομένου της, η ανακοίνωση μου χάλασε κάπως την διάθεση. Ήταν Νοέμβρης μήνας, ο καιρός ακόμη καλός, μια μέρα ηλιόλουστη και ευχάριστα δροσερή, κι εγώ έβγαινα για τον καθημερινό μου πρωινό περίπατο. Θα περπατούσα για περίπου δεκαπέντε λεπτά μέχρι να φτάσω στην καφετέρια όπου έπαιρνα το πρωινό μου... Οι συνήθειες είναι καλές, οι συνήθειες προσφέρουν αυτοπεποίθηση. Το καθημερινό πρόγραμμα ενός υγιούς ανθρώπου είναι καλό να παραμένει αδιατάραχτο, τουλάχιστον όσον αφορά σε κάποιες σταθερές του... Φαίνεται να πιστεύω σε αυτά, και ίσως αυτός είναι ο λόγος που καθυστέρησα τόσο να κινήσω τις διαδικασίες της δικής μου μετακόμισης. Δεν ήθελα να αφήσω το διαμέρισμά μου, δεν ήθελα να μετακινήσω τα πράγματά μου, η προοπτική μιας αλλαγής περιβάλλοντος δεν με συγκινούσε. Ίσως επειδή εμείς, οι συγγραφείς, χρειαζόμαστε έναν χώρο σταθερό για να δουλέψουμε, έναν χώρο που να τον νιώθουμε δικό μας – όπως ίσως ο τυφλοπόντικας νιώθει δικό του το λαγούμι που έσκαψε με την μουσούδα του. Χρειαζόμαστε νέες εντυπώσεις, ναι. Καινούριες εμπειρίες, ασφαλώς. Μια επαφή με την εξισορροπητική κινητικότητα της καθημερινής ζωής, απαραιτήτως. Αλλά χρειαζόμαστε και τον δικό μας αδιατάραχτο χώρο, το δικό μας οργανωμένο χάος, την δική μας σταθερή ζωγραφιά πίσω από το τζάμι του παραθύρου μας. Αλλά, όποτε η πραγματικότητα εισβάλει στον προσωπικό μας χώρο, απαιτώντας αλλαγές, οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε. Και αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα: εγώ θα μετακόμιζα, η κυρία Ντετόλ όμως όχι.

Φτάνοντας, η υπάλληλος της καφετέριας δεν ρωτά πια την παραγγελία μου, την έχει μάθει πλέον. Είναι αυτό που παίρνω κάθε φορά που έρχομαι εδώ. Μερικές φορές μου προσφέρει τον καφέ χαμογελώντας σχεδόν αμέσως μόλις πατήσω το πόδι μου στον χώρο. Νομίζω πως πρέπει να με βλέπει καθώς πλησιάζω – αν σηκώσει για λίγο το βλέμμα της και αγναντέψει, έχει αυτή την δυνατότητα – ή πρέπει να έχει υπολογίσει πλέον ακριβώς την ώρα που κάθε φορά συνηθίζω να καταφθάνω. Παίρνω την παραγγελία μου και κατευθύνομαι προς το τραπεζάκι στην γωνία, εκείνο με την καλύτερη θέα από το μικρό ύψωμα όπου βρίσκεται η καφετέρια. Η θέα προσφέρει μια πανοραμική κάτοψη της πόλης. Διακρίνεις σχεδόν καθαρά τις διαγραμμίσεις των δρόμων μεταξύ των ψηλών πολυκατοικιών, έναν-δύο ανοιχτούς χώρους εδώ κι κει, μια εκκλησία στο βάθος, πιο μακριά τον χώρο του παλαιού αεροδρομίου και ύστερα την θάλασσα. Ο ορίζοντας είναι δυο γαλάζια που σμίγουν, ένα πιο έντονο κι ένα πιο αχνό που ασπρίζει στην κορυφή του. Όπως κάθε φορά, μπροστά σε αυτή την εικόνα οι πιο πρόσφατες σκοτούρες μου χάνονται. Μπροστά σε αυτή την θέα δεν είναι λίγες οι φορές που θυμάμαι πως ονειρεύτηκα πάλι την πρώην σύζυγό μου το προηγούμενο βράδυ. Φαίνεται πως οι προσπάθειές μου να την βγάλω από την μνήμη μου την έχουν εξωθήσει σε μια περιοχή στα όρια της συνείδησης, σε μια περιοχή που συνορεύει συχνά με τον κόσμο των ονείρων...

Ήταν εκείνη που έφυγε από το σπίτι, αφήνοντάς με να σκεφτώ με την ησυχία μου. Ήμουν εγώ που δεν έκανα τίποτα, αφήνοντάς την να κινήσει τις διαδικασίες του διαζυγίου. Σήμερα ζει στην Θεσσαλονίκη, πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά, μαζί με την μοναχοκόρη μας που σπουδάζει εκεί. Όταν πρωτάρχισε να εμφανίζεται στα όνειρά μου, ήταν συνήθως μουτρωμένη, σταύρωνε τα χέρια της στο στήθος ή με κατσάδιαζε για πράγματα που δεν μπορούσα να ακούσω. Αργότερα όμως, και πιο έντονα τελευταία, άρχισε να μαλακώνει η μορφή της, να γίνεται πάλι καλή μαζί μου, έχει ξεκινήσει πάλι να αγαπάει τις σιωπές και τις ιδιοτροπίες μου, νομίζω πως ξαναθυμάται όλες τις καλές στιγμές που περάσαμε μαζί... Και σκέφτομαι να της τηλεφωνήσω, σκέφτομαι πως πρέπει να την πάρω και να μιλήσουμε ξανά, αλλά αυτή η σκέψη με οδηγεί στην ιδέα μου να τηλεφωνήσω και στην κυρία Ντετόλ.

Την καημένη! Κάθεται εκεί, μόνη στο διαμέρισμά της, χωρίς να έχει κανέναν άνθρωπο στον κόσμο, και σε λίγο θα της το πάρουνε και αυτό. Δεν μιλάει σε κανέναν στην πολυκατοικία. Νομίζω πως ο τελευταίος ένοικος που άκουσε την φωνή της ήταν εκείνος ο συνταξιούχος θυρωρός που πέθανε πέρσι. Μερικές φορές την χαιρετούσε με το όνομά της, αλλά εκείνη είχε σταματήσει πλέον να του απαντά. Κάτι φοβερό και αλλόκοτο πρέπει να την βασανίζει, γι’ αυτό πλένει τα πάντα με Ντετόλ! Όταν περνάς έξω από την πόρτα της, μια έντονη αποφορά καθαρτικού χτυπάει τα ρουθούνια σου. Πρέπει να σφουγγαρίζει τουλάχιστον πέντε φορές την ημέρα! Η μικρή χαραμάδα κάτω από την βαριά, ξύλινη πόρτα του διαμερίσματός της ακτινοβολεί ένα απαστράπτον φως, που σε κάνει να φαντάζεσαι εικόνες γυαλιστερών, πεντακάθαρων πατωμάτων. Και οι δύο μεγάλες γλάστρες με φυτά, που έχει έξω από την πόρτα της, μυρίζουνε επίσης, την έχω δει να περνάει τα φύλλα τους με Ντετόλ με το σφουγγαρόπανό της. Αν την συναντήσεις στην είσοδο του ασανσέρ, θα σου γυρίσει την πλάτη και θα πάει από την σκάλα. Αν την συναντήσεις στα σκαλιά και της προτείνεις να την βοηθήσεις με τα ψώνια, θα σταματήσει και θα πάρει το ασανσέρ. Δεν είναι κακή. Νομίζω πως δεν ξέρει πώς να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους. Ή, τουλάχιστον, έχει σταματήσει να το κάνει.

Τώρα που η παλιά πολυκατοικία θα γκρεμιστεί, που πρέπει να εγκαταλείψουμε τα διαμερίσματά μας, η κυρία Ντετόλ δεν έχει πού να πάει. Και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να διευθετήσει την κατάστασή της. Είμαι σίγουρος πως το μόνο που κάνει είναι να αγνοεί την προειδοποίηση, να συνεχίζει σαν να μην συμβαίνει τίποτα, ξεχνώντας πως οι μέρες μετρούν αντίστροφα και πως το μικρό, πεντακάθαρο οχυρό της σε λίγο δεν θα υπάρχει πια. Όποιος κι αν είναι ο μαγικός εχθρός της, θα νικήσει για πάντα. Σκόνη και μπάζα θα καλύψουν τις αμόλυντες επιφάνειές της. Η μάχη της δεν μπορεί να κερδηθεί, είναι μια μάχη χαμένη. Νομίζω πως το γνωρίζει αυτό και η ίδια, το γνωρίζει εξ' αρχής, γι’ αυτό και πλένει τα υπάρχοντά της καθημερινώς και τα πατώματά της. Δεν μπορεί να διαχειριστεί την ήττα της, και κάποιος πρέπει να την βοηθήσει...

Το μικρό πρωινό μου στην καφετέρια δεν διαρκεί πολύ. Κάθομαι μόνο όσο χρειάζεται για να διαλυθούν οι σκιές της νύχτας, να γεμίσουν τα πνευμόνια μου οξυγόνο, και οι σκέψεις μου να πάρουν μπρος. Καθώς αισθάνομαι αναζωογονημένος και τις νοητικές μου διαδικασίες να αφυπνίζονται, παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, ανυπομονώντας να επιστρέψω στο δωμάτιό μου, να κάτσω στο γραφείο και να πιάσω την δουλειά. Κάτι που δεν είναι και τόσο εύκολο τελευταία, όπως καταλαβαίνετε, καθώς ο νους μου βασανίζεται από την αγωνία της κυρίας Ντετόλ. Πρέπει να την έχω συμπαθήσει αυτή την τρελή γριά, και αισθάνομαι πως κάποιος πρέπει να κάνει κάτι για αυτήν. Πράγμα που δεν είναι τόσο εύκολο για μένα, μονολογώ μόλις ξαναφτάνω μπροστά στην καρφιτσωμένη ανακοίνωση, καθώς οι συγγραφείς, ως γνωστόν, δεν είναι και τόσο άνθρωποι της δράσης...

2.

Καθώς γέρνω πίσω στην πολυθρόνα μου, σκέφτομαι πως ο απολογισμός της ημέρας δεν με ικανοποιεί και τόσο. Μόλις δύο σελίδες, για δεκαπέντε πεταμένες. Η πρώτη παράγραφος μου πήρε όλο το πρωί, αφότου επέστρεψα από την μικρή μου βόλτα, και χρειάστηκα ένα απόγευμα για να τελειώσω την πρώτη σελίδα. Ίσως τα πράγματα να ήταν καλύτερα αν δεν επέστρεφα κάθε τόσο πίσω, στα ήδη γραφόμενα, με μία εμμονή να τα ''χτενίσω'' άλλη μία φορά, να βελτιώσω αυτή και αυτή την φράση, να σβήσω εκείνο και να γράψω το άλλο. Ευτυχώς, η δεύτερη σελίδα βγήκε μονομιάς, χωρίς πολλές καθυστερήσεις. Άλλωστε, είχα ήδη κάνει αρκετές, την συνέχεια την είχα δουλέψει στο μυαλό μου και – όπως λένε – αρκεί κανείς να αποκτήσει τον ρυθμό.

Το αποτέλεσμα, όμως, δεν με ικανοποιεί και τόσο. Πρόκειται για ένα μικρό διήγημα, η ιδέα του οποίου μου έχει σφηνωθεί εδώ και κάμποσες μέρες στο μυαλό, από τότε που συνάντησα εκείνο το σκυλί στον δρόμο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μικρό μυστήριο, καθώς ποτέ μου δεν είχα κατοικίδιο ούτε ιδιαίτερη συμπάθεια για τα σκυλιά. Όμως, μου καρφώθηκε αυτή η ιδέα και πρέπει να την γράψω για να προχωρήσω. Ο Φλοξ είναι ένα μικρό ροντβάιλερ που προσπαθεί να αφυπνίσει του ανθρώπους στους οποίους ανήκει. Ζει μαζί με ένα νεαρό νιόπαντρο ζευγάρι, χωρίς παιδιά, και όλη την ημέρα γαβγίζει προς την μεριά του παραθύρου. Κανείς δεν ξέρει τί το έχει πιάσει. Οι προσπάθειες της γυναίκας να το καθησυχάσει αποτυγχάνουν, ο άντρας έχει αρχίσει να εκνευρίζεται, κάτι πρέπει να τρέχει εκεί έξω που το κάνει να συμπεριφέρεται έτσι... Αυτό, ως ένα βαθμό, είναι μέρος του προβλήματος: δεν γνωρίζω τί τρέχει εκεί έξω, αγνοώ την συνέχεια και το τέλος της ιστορίας, αλλά πρέπει να την γράψω.

Σηκώνομαι από την πολυθρόνα και προχωρώ προς την πλευρά του παραθύρου. Σκέφτομαι ότι αυτό που μάλλον δεν μ' αφήνει να συνεχίσω είναι ότι, κατά βάθος, αυτό που θέλω είναι να τηλεφωνήσω στην Κατερίνα. Ξέρω ότι είναι σπίτι αυτή την ώρα, ξέρω τί μπορεί να κάνει αυτή την στιγμή, εκτός και αν έχει αλλάξει κατά πολύ τις συνήθειές της, αλλά νομίζω – ελπίζω δηλαδή – πως δεν τις έχει αλλάξει... Δεν ήταν δικό μου λάθος, εκείνη σηκώθηκε και έφυγε. Ένας συγγραφέας δεν χρειάζεται να σκεφτεί, σκέφτεται συνεχώς. Δεν μπορεί να με απομακρύνει από το παιδί μου με αυτό τον τρόπο... Αλλά όχι, θέλω να της τηλεφωνήσω για να της πω πως είμαι ένας ηλίθιος, πως το φταίξιμο είναι όλο δικό μου, πως φυσικά και θέλω να τα ξαναβρούμε. Άραγε θα με ακούσει, και τί θα έχει να μου πει...

Κατευθύνομαι λοιπόν προς το τηλέφωνο, θεωρώντας ότι έχω οριοθετήσει επακριβώς το δίλημμά μου και είμαι αποφασισμένος να το υπερνικήσω, όταν ξαφνικά βρίσκω άλλη μία αφορμή για να σταματήσω. Οι μέρες περνούν και καμία λύση δεν έχει βρεθεί για την κυρία Ντετόλ. Νομίζω πως θα πρέπει να έχει γίνει περισσότερο μελαγχολική αυτές τις μέρες, όσο μπορεί να το πει κανείς αυτό για εκείνη. Είναι σίγουρα φρικτό να σε βγάζουν έξω από τον χώρο σου και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτό. Δεν ξέρω πώς μέχρι σήμερα πλήρωνε τα νοίκια, αν ήταν εντάξει στους λογαριασμούς της, αλλά σίγουρα στον καινούριο διακανονισμό δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί.

Ένα πρωί, οι άνθρωποι της εταιρίας μάς πήραν τηλέφωνο, μας ενημέρωσαν πως έπρεπε να εγκαταλείψουμε τα παλιά μας διαμερίσματα, μας πρόσφεραν για ένα διάστημα κάποια εναλλακτικά, δικά τους, αν το θέλαμε, και μας είπαν πως θα είχαμε προτεραιότητα στην αγορά ή την ενοικίαση των καινούριων, αν το θέλαμε επίσης. Η όλη διαδικασία είναι ασύμφορη αλλά δεν είχα τί άλλο να κάνω. Δέχτηκα να μετακομίσω σε κάποιο δικό τους διαμέρισμα καθώς είχα τα χρήματα για αυτό. Φαντάζομαι όμως εκείνη, να κρατά το ακουστικό στην άλλη άκρη της γραμμής, χωρίς να καταλαβαίνει αυτά που της λένε, χωρίς να μπορεί να απαντήσει. Ποιοί είναι αυτοί οι άνθρωποι και τί θέλουν; Από πού με ξέρουν και τί ζητάνε από εμένα;

Λοιπόν, θα μπορούσα να σηκώσω αυτή την στιγμή το ακουστικό και να την πάρω τηλέφωνο. Θα της έλεγα: «Αγαπητή μου, καταλαβαίνω την δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι, σίγουρα η ζωή σου έχει φτάσει σε ένα αδιέξοδο, ακόμη και ο δικός μου λογαριασμός στην τράπεζα ίσα που επαρκεί για αυτή την μετακόμιση, φαντάζομαι λοιπόν πολύ καλά τις δικές σου δυσκολίες. Όμως, μην ανησυχείς, όπως τα καταφέρναμε τόσο καιρό, τόσα χρόνια, ο καθένας σε αυτό το σπίτι, με την δουλειά του, με τις υποθέσεις του, το ίδιο θα κάνουμε και τώρα. Μπορεί να μην επικοινωνήσαμε ποτέ στ' αλήθεια οι δυο μας, όμως πάντα υπάρχει μια ευκαιρία. Όποτε θέλεις, μπορείς να ζητήσεις την βοήθειά μου...»

Αλλά, τί ανόητος που είμαι! Ξεκίνησα για να πάρω τηλέφωνο την Κατερίνα, την γυναίκα μου, κατέληξα να μιλώ για την παράξενη κυρία Ντετόλ, και τώρα σκέφτομαι πως μια χαρά θα ταίριαζαν αυτά τα λόγια και στην πρώην σύζυγό μου. Ή μήπως όχι; Δεν θα ήταν αστείο αν αντί για την μοναχική κυρία Ντετόλ, τα έλεγα αυτά στην Κατερίνα; Πώς θα το έπαιρνε άραγε; Θα με χώριζε ολοκληρωτικά ή θα επέστρεφε πίσω; Και η κυρία του από κάτω διαμερίσματος, θα μπορούσε να με καταλάβει; Ίσως να νόμιζε εκείνη πως έχω κάνει κάποιο λάθος.

Δεν ξέρω σε ποιόν να τηλεφωνήσω επιτέλους, τί βοήθεια μπορώ να προσφέρω ή να ζητήσω, και έτσι απομακρύνομαι από το τηλέφωνο...

3.

Σήμερα αισθάνομαι καλύτερα. Χθες το βράδυ είχα μια καινούρια εξέλιξη όσον αφορά στην ιστορία, μια ιδέα που νομίζω πως ταιριάζει πολύ, τα δένει όλα μεταξύ τους και με ικανοποιεί απόλυτα. Το πρώτο ''πέρασμα'' ήταν επιτυχές και ανυπομονώ να την ξαναδουλέψω. Καθώς φοράω το παλτό μου, σκέφτομαι πως θα πρέπει να τελειώνω και με την άλλη ιδέα που με βασανίζει. Θα ρωτήσω σήμερα τον θυρωρό μας τί γίνεται με την κυρία Ντετόλ, την κυρία του από κάτω διαμερίσματος, αυτός όλο και κάτι θα έχει ακούσει.

Κατεβαίνω τις σκάλες και τον βρίσκω να μαζεύει κάτι γράμματα από κάτω. Τους ρίχνει μια διερευνητική ματιά και έπειτα σηκώνει το κεφάλι.

«Καλημέρα σας κύριε συγγραφέα, πώς είσαστε, καλά;» με χαιρετάει εγκάρδια, με το πονηρό χαμόγελό του.

«Μια χαρά, Παύλο. Να σε ρωτήσω... πώς πηγαίνουν οι μετακομίσεις, όλα εντάξει;»

«Πρέπει να έχουν τακτοποιηθεί όλες. Η κατασκευαστική εταιρία βιάζεται βλέπεται. Ε, το έχουμε πάρει απόφαση πια...»

«Με την κυρία του τρίτου... τί γίνεται;» τον ρωτάω δήθεν αδιάφορα.

«Την κυρία Μίνα; Έχει φύγει ήδη. Στην αρχή ήταν δύσκολα τα πράγματα αλλά νομίζω τους έπεισε. Την πήγαν σε ένα σπίτι κοινωνικής πρόνοιας και θα συμβάλλουν στα έξοδά της για ένα διάστημα. Τους τηλεφώνησε και τα βρήκαν...»

'Έμεινα έκπληκτος. «Τους τηλεφώνησε και τα βρήκαν;»

«Ακριβώς!»



© Δημήτρης Αργασταράς