Ποίηση

1.

Θέλω να γράψω ένα ποίημα
Που να μιλεί γλυκά στην καρδιά
Και την ζωή
Με την αναζήτηση του ανεκπλήρωτου
Με την λαχτάρα του τιποτένιου
Με τον φόβο του κενού
Να την εξαφανίζει
Ή – αν αυτό δεν μπορεί – να την καθαγιάζει
Ή – αν αυτό δεν γίνεται – να την μετουσιώνει
Σε απαλή αρμονική σίγουρη απλή πράξη
Καθώς το ηλιόβγαλμα σε κάθε ξημέρωμα.

2.

Λοξά έπεσε το φως κι αστράψαν ημέρες
Μια σπιθαμή πιο μπρος το δένδρο του χεριού σου εφάνει

Κομμάτια λέξεις
Ριγμένες στο χαρτί
Να αναπληρώσουν μια απουσία

Εκεί που όλο το πληγωμένο εγώ σου καταλήγει σα βέλος στον αέρα
Που ματώνει πάνω στο λευκό αφήνοντας κάτι μαύρα στίγματα

Κομμάτια μέρες
Ριγμένες στο κενό
Να επιβεβαιώσουν μια τύψη

Απέραντες εκτάσεις –βοσκοτόπια, βουνά, ένα λιμάνι
Τριανταφυλλένια σύννεφα
Απέθαντες πολιτείες –μηχανές, κτήρια, μια λεωφόρος
Μενεξελιά ρεκλάμα

Κομμάτια μπόρες
Ριγμένες παντού
Να ξαναφορτίσουν μια θλίψη

Λοξά έπεσε το φως κι αστράψαν ημέρες
Μια σπιθαμή πιο μπρος το δάκρυ του λυγμού σου εφάνει !

3.

Ένα πουλί που ψοφά
Ένα δένδρο που γέρνει
Μη ρωτάς πια γιατί
Είναι ο πόνος – που όλα τα μαραίνει

Σκύβω πάλι βαθιά
Στους δικούς μου τους δρόμους
Φέρνω βόλτες παλιές
Στα σοκάκια του χρόνου
Μη ρωτάς πια γιατί
Είν’ η συνήθεια – που την αλήθεια μας κρύβει

Βγαίνω πάλι στο φως
Τις νεφέλες κοιτάζω
Εκείνους που τρέχουν με τα μπουκάλια γεμάτα
Μη ρωτάς πια γιατί
Ήταν κάποτε φίλε δυο μαύρα μάτια
– και μια πλεξούδα χρυσή

Θα γεννηθεί και για σένα
Με την σειρά σου το πάθος
Το δικό σου το ψέμα
Μη ρωτάς πια γιατί
Είναι η οφειλή που χρωστάς – το πρώτο σου χρέος.

4.

Κοιτώ μακριά την θάλασσα
Και τα βουνά στο βάθος που μόλις διαγράφονται
Μια μέρα φωτεινή μα ωστόσο συννεφιασμένη
Κι αναρωτιέμαι τί να ’ναι αυτό
Που οι μισοί το λεν ‘‘σκοτάδι’’ κι οι άλλοι μισοί ‘‘φως’’

Τι να ’ναι αυτό που ανεξίτηλα
Χαράζεται στην όψη και των δυο μας
Το σπρώχνουμε συνεχώς κι εκείνο επιστρέφει
Το τραβούμε συνεχώς κι εκείνο απομακρύνεται
Ν’ ανασάνουμε μια στιγμή δεν μας αφήνει
Καθώς τίποτα δεν υπάρχει πέρα από αυτό

Βαθιά κρυμμένο μυστικό ή ένα σεντούκι άδειο
Ξεχασμένο σ’ ένα σπίτι με γύψινα στολίσματα
Ένα σεντούκι μυστικό όπως αυτό
Που τώρα κάθομαι και απ’ το παράθυρο κοιτώ
Έξω μακριά την θάλασσα και πίσω τα βουνά
Κι αναρωτιέμαι λέει τι να ’ναι αυτό
Που οι μισοί το παρατάν
Κι οι άλλοι μισοί – μα πάντα περισσότεροι – κυνηγάν αενάως...

5.

Από μικρός μες το σκοτάδι
Μες των άλλων τα κεριά
Πότε σβήνει
Πότε ανάβει
Σα να παίζουνε παιδιά

Πότε δίπλα στο λιμάνι
Πότε δίπλα στην ακροποταμιά
Μες στην φύση
Μες το χαρμάνι
Σα να παίζουνε παιδιά

Από μικρός μες το νυστέρι
Μες του ήλιου την χαρά
Μες την κάψα
Μες τ’ αγέρι
Σα να παίζουνε παιδιά

Σα να παίζουνε παιδιά
Με τα χέρια απλωμένα
Και τα μάτια τους δεμένα
Σα να παίζουνε παιδιά
Ένα παιχνίδι : τυφλόμυγά.

6.

Βαδίζω τον δρόμο

Που δεν έχει δρόμο

Της στιγμής που γεννήθηκε

Γνωρίζοντας τον θάνατο

Καθώς σου λέει αντίο

Κι ας μόλις ήρθες

Ενώ οι ώρες λαλούν

Και τα κοκόρια πάνω στο φράκτη ξυπνάνε.


Χαθήκανε τα πράγματα

Που μόλις βρήκα

Κι όταν τα βρω

Θα χαθούνε πάλι

Μια στιγμή μόνο έλειψα

Κι η απουσία βάρυνε

Πνιγηρός που έγινε ο θάνατος

Απ’ τις πολλές αναπνοές

Μέτρα όλες τις γραμμές

Κι όταν φτάσεις στον κύκλο

Ξεκίνα πάλι.

7.

Υπάρχει μια ομορφιά στην Τέχνη
Και αυτή ειν’ η μόνη ομορφιά π’ αναγνωρίζω

Κι αν πέρασα περιπέτειες πολλές
Κι αν είδα τρεις και τέσσερις φορές
Τον Μαύρο να μου νεύει
Πάλι μπόρεσα και βγήκα ζωντανός
Μέσα από τα βάσανα έγινα καπνός

Προς το γαλάζιο, το ανέσπερο το φως
Εκείνο το μόνο που με σαγηνεύει.