POST #2



«Αν είχαμε μια Φανταστική, όπως έχουμε μια Λογική, θα ανακαλύπταμε την τέχνη να επινοούμε»
Νοβάλις
«Αιών παις εστί παίζων… παιδός η βασιλήιη»
Ηράκλειτος

Όταν ήμουν μικρός θυμάμαι πως παίζαμε ένα παιχνίδι η μαμά μου κι εγώ. Το παίζαμε πάντα στην κουζίνα την ώρα του φαγητού. Δεν είμαι σίγουρος αν το παιχνίδι είχε την τιμητική του όποτε υπήρχε κάποιο φαγητό που αρνιόμουν πεισματικά να φάω, αλλά νομίζω πως παίζαμε ανεξάρτητα του φαγητού, ανάλογα με τα κέφια της μαμάς μου.

Το παιχνίδι αυτό είχε ως εξής : όταν η μαμά μου με τάιζε, συνήθιζε να βουτά το κουταλάκι στο πιάτο του φαγητού, να σκάβει μια πλούσια κουταλιά, κι έπειτα να το σηκώνει ψηλά και να το κρύβει πίσω από το αυτί της. Στην συνέχεια μου χαμογελούσε κι η φωνή της γινόταν όλο νάζι, «Έρχεται, έρχεται το αεροπλανάκι», και το φορτωμένο κουτάλι άρχιζε να κόβει βόλτες στον αέρα, να φέρνει κύκλους, να κάνει ζιγκ-ζαγκ, για να καταλήξει στο στόμα μου με μια χαρούμενη μπουκιά.

Όταν αργότερα συμπεριλήφθηκα κι εγώ στον κόσμο των ενηλίκων, δεν είδα ποτέ κανέναν να τρώει με αυτόν τον τρόπο και μάλιστα κατάλαβα πως αυτός ο τρόπος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απαγορευτικός. Αν υπήρχε κάποιος που το έκανε, σίγουρα θα τον έπαιρναν για τρελό και σαλεμένο. Δεν συνέβαινε το ίδιο όμως και τότε που εγώ κι η μαμά μου παίζαμε αυτό το παιχνίδι.

Αφού είχα μεγαλώσει αρκετά, η κουζίνα έγινε ο χώρος όπου διαδραματιζόταν για μένα ένα άλλο παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που το έπαιζα πλέον μόνος μου, χωρίς κανείς άλλος να με έπαιρνε χαμπάρι. Γιατί αυτό ήταν το μυστικό μου παιχνίδι. Συνήθως, λοιπόν, την ώρα του μεσημεριού, όταν τα πάντα στο σπίτι ησύχαζαν και οι σκιές μεγάλωναν μες τα δωμάτια, εγώ ξεγλιστρούσα και τρύπωνα ύποπτα μες την κουζίνα, εκεί όπου υπήρχε το μεγάλο τραπέζι με τις ψηλές καρέκλες και το πλαστικό τραπεζομάντιλο και τα πολλά συρτάρια.

Κατά την διάρκεια όλης της υπόλοιπης ημέρας, η κουζίνα ήταν ο χώρος δράσης της μητέρας μου, εκεί όπου μαγείρευε κι έπλενε κι έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Χύτρες έβραζαν κι έβγαζαν ατμούς, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα, πιάτα και κατσαρολικά κροτάλιζαν ρυθμικά, λερώνονταν και στην συνέχεια καθαρίζονταν. Ήταν ένας χώρος δουλειάς, όλο θόρυβο και κίνηση. Το μεσημέρι, όμως, που όλα ησύχαζαν μες το σπίτι, τρύπωνα εκεί και τα πάντα μεταμορφώνονταν. Το τραπέζι γινόταν το καταφύγιό μου, και οι σακούλες που είχε από κάτω του, με τις πατάτες και τα κρεμμύδια, γίνονταν τα μυστικά μου πολεμοφόδια. Η καρέκλα γινόταν το άλογό μου, που το καβαλίκευα κι ορμούσα στις περιπέτειες. Και κάθε δυσπρόσιτο συρτάρι έκρυβε άγνωστους, κρυφούς θησαυρούς…

Πολλά χρόνια έχουν περάσει από τότε, ωστόσο, όσο κι αν μου φαίνεται παράξενο, θυμάμαι ακόμη πως έπαιζα με όλα αυτά, που για όλους τους άλλους ήταν αντικείμενα καθημερινά, μίας μόνο χρήσης. Καταλαβαίνω πως το παιχνίδι αυτό ήταν ένας τρόπος να ανακαλύπτω και να παρουσιάζω με καινούριες μορφές αυτήν την κοινότυπη πραγματικότητα που μόλις είχα αρχίσει ν’ ανακαλύπτω. Και φυσικά, μοιραζόμουν αυτό το παιχνίδι με όλα τα παιδιά της ηλικίας μου, που αργότερα μεγάλωσαν και ξέχασαν όλη αυτή την μαγεία της ανακάλυψης, όπως κι εγώ…