POST #8
«Υψώθηκε απαλά σαν φυσαλίδα καμωμένη από σαπουνόνερο,ο κόσμος όλος καθρεφτίστηκε σαν μινιατούρα στην γυαλιστερή επιφάνειά τηςκι ύστερα έσκασε αθόρυβα. Ήταν άραγε δυνατόν να είμαι εντελώς χαμένος,όταν αυτή η ουράνια μικρή μελωδία είχε ριζώσει μυστικά μέσα μουκαι άνθιζε μ' όλα τα απαλά, σαν του ουράνιου τόξου, χρώματά της ;
»Κάποιο νόημα υπήρχε στην άστατη ζωή μου, υπήρχε μέσα μου κάτιπου δεχόταν τούτα τα καλέσματα από κόσμους μακρινούςκι ανώτερους κι ανταποκρινόταν σε αυτά...»Έρμαν Έσσε, ''Ο Λύκος της Στέπας''
Ακόμα και σήμερα θυμάμαι πολύ ζωντανά εκείνο το περίεργο πρωινό και νιώθω μια γλυκιά ομορφιά να πλημμυρίζει την καρδιά μου. Ήταν μια εντελώς απρόσμενη δημιουργική στιγμή, ένα γεγονός σχεδόν μεταφυσικό (δηλαδή έξω απ’ ότι, συνήθως, θεωρούμε φυσικό κι αναμενόμενο), λες και μια μυστική ανομολόγητη διεργασία λάμβανε χώρα κατά την διάρκεια του ύπνου, την οποία, αν δεν αποτυπωνόταν έτσι αμέσως μόλις ξύπνησα, δεν θα την μάθαινα ποτέ…
Μακριά ο γιαλός
Τρέχει κοφτός
Ο ποταμός
Τον μέσα τον δρόμο
Μόλις είχα ανοίξει απαλά τα βλέφαρά μου. Κοιμόμουν στο κρεβάτι μου, στο πατρικό σπίτι της μητέρας μου, στο χωριό. Στα ρουθούνια μου φτάνει πάντα η γλυκιά μυρουδιά του ξύλου, μια περίεργη αρωματισμένη αύρα που μοιάζει να διαποτίζει τις ξύλινες μεσανόπορτες και τα ξύλινα έπιπλα του μικρού δωματίου. Εκεί, στην λεπτή χαραμάδα φωτός που αφήνει η πόρτα, συνήθιζε να στέκεται ο παππούς τα πρωινά, μόλις είχε σηκωθεί απ' το κρεβάτι, και να κάνει τον σταυρό του κοιτάζοντας το μικρό καντηλάκι που έκαιγε στην άλλη άκρη του δωματίου - μια πιστή, επίμονη ιεροτελεστία μέχρι τον θάνατό του. Μόλις ξυπνώ, μπορώ να ακούσω το θρόισμα των φύλλων από τα δένδρα απέξω, σημάδι αλάνθαστο πως κοιμάμαι στο χωριό, στον θαυμαστό παιχνιδότοπο των παιδικών μου χρόνων.
Τί ήταν αυτό ; Ένα ποιηματάκι, κάποιοι στίχοι… Τί μου θυμίζει ; Τίποτα. Από πού ξεφύτρωσαν ; Δεν ξέρω… Μακριά ο γιαλός, τρέχει κοφτός… Πώς θα μπορούσε να συνεχιστεί ; Άραγε… Και ξαφνικά, σε μια πνοή…
Αχτίδες πολλές
Κι αναλαμπές
Ήχος γλυκός
Εκεί που γυρίζει
Τεντώνομαι πάνω στο κρεβάτι και νιώθω την δροσιά του σεντονιού. Από τις λεπτές χαραμάδες του παραθύρου εισβάλλουν δέσμες φωτός. Έχει ξημερώσει. Μπορώ κι ακούω τους γονείς μου που συζητούν, έχουν σηκωθεί, κάθονται στο τραπεζάκι της αυλής και πίνουν τον καφέ τους. Ακούω το σιγανό μουρμουρητό της φωνής τους αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τα λόγια τους. Αγουροξυπνημένος ακόμη, προσπαθώ να συγκεντρωθώ, να θυμηθώ τί όνειρο έβλεπα την νύχτα. Σίγουρα θα πρέπει να είναι το όνειρο που έβλεπα. Αυτό θα μου ενέπνευσε αυτούς τους στίχους. Μια εσωτερική μελωδία ίσως, που συνεχίστηκε και μετά το ξύπνημα της συνείδησης. Ένα μελωδικό ταξίδεμα της ψυχής, που η πλημμυρίδα του ύπνου έφερε μέχρι τα χείλη μου, που σάλεψαν σχεδόν από μόνα τους, σιγομουρμουρίζοντας…
Αλλά δεν θυμάμαι τίποτα. Κανένα όνειρο δεν έχει χαραχτεί στην μνήμη μου. Ούτε μια εικόνα, ούτε η παραμικρή αίσθηση που να μπορεί να σχετίζεται με όλα αυτά. Τί συνέβη λοιπόν… «Για να δώσει σχήμα και μορφή κάποιος σε αυτά τα πράγματα, στο πεδίο της τέχνης, πρέπει να αναζητήσει και να φέρει πίσω, εδώ μαζί του, ένα θαμπό τρόπαιο από εκείνο το βασίλειο των σκιών και των ψιθύρων… Γιατί, παρόλο που τα όνειρα είναι μέσα σε όλους μας, λίγα χέρια μπορούν να αρπάξουν τα αραχνοΰφαντα φτερά τους χωρίς να τα διαλύσουν… Από όνειρα κι οράματα πηγάζουν οι μεγαλύτερες δημιουργίες του ανθρώπου, γιατί δεν τα βαραίνει κανένας ζυγός και δεν τα κρατά καμιά αλυσίδα…», θυμάμαι τον Λάβκραφτ να γράφει αγουροξυπνημένος.
Κι όμως, δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα άλλο πια. Κι ύστερα ήρθε η σειρά του νου. Κι άρχισα να σκέφτομαι πως θα μπορούσα να συνεχίσω το παιχνίδι που μου κληροδότησε η νύχτα. Με ποιό τρόπο να συνεχίσω τους στίχους… Τί θα μπορούσε να λέει μετά το ποιηματάκι... Ήσυχος, μέσα στην ζεστή φωλιά του πατρικού σπιτιού, κάτω από τις γλυκιές αναλαμπές του καντηλιού στον τοίχο, δεν χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ…
Ανθρώπου λαλιά
Μήτε ματιά
Την σοφία γνωρίζει
Ίσως αυτά να είναι πράγματα που ξεφεύγουν από τις δεδομένες σκέψεις του φυσιολογικού ανθρώπου και τις κοινότυπες καθημερινές του υποθέσεις. Ίσως όχι. Δεν γνωρίζω. Μάλλον όλοι τα αισθανόμαστε, ο καθένας με τον δικό του τρόπο και στις δικές του στιγμές, όταν νιώθουμε, ξαφνικά, την συμμετοχή μας σε κάποιο ευρύτερο σχέδιο, λες και κάτι άλλο ‘‘τρέχει’’ ανάμεσά μας που μας ξεπερνά… Κι έτσι ολοκληρώνεται το ποιηματάκι…
Τρέχει ο Θεός
Μακριά ο γιαλός
Τρέχει κοφτός
Ο ποταμός
Τον μέσα τον δρόμο
Μόλις είχα ανοίξει απαλά τα βλέφαρά μου. Κοιμόμουν στο κρεβάτι μου, στο πατρικό σπίτι της μητέρας μου, στο χωριό. Στα ρουθούνια μου φτάνει πάντα η γλυκιά μυρουδιά του ξύλου, μια περίεργη αρωματισμένη αύρα που μοιάζει να διαποτίζει τις ξύλινες μεσανόπορτες και τα ξύλινα έπιπλα του μικρού δωματίου. Εκεί, στην λεπτή χαραμάδα φωτός που αφήνει η πόρτα, συνήθιζε να στέκεται ο παππούς τα πρωινά, μόλις είχε σηκωθεί απ' το κρεβάτι, και να κάνει τον σταυρό του κοιτάζοντας το μικρό καντηλάκι που έκαιγε στην άλλη άκρη του δωματίου - μια πιστή, επίμονη ιεροτελεστία μέχρι τον θάνατό του. Μόλις ξυπνώ, μπορώ να ακούσω το θρόισμα των φύλλων από τα δένδρα απέξω, σημάδι αλάνθαστο πως κοιμάμαι στο χωριό, στον θαυμαστό παιχνιδότοπο των παιδικών μου χρόνων.
Τί ήταν αυτό ; Ένα ποιηματάκι, κάποιοι στίχοι… Τί μου θυμίζει ; Τίποτα. Από πού ξεφύτρωσαν ; Δεν ξέρω… Μακριά ο γιαλός, τρέχει κοφτός… Πώς θα μπορούσε να συνεχιστεί ; Άραγε… Και ξαφνικά, σε μια πνοή…
Αχτίδες πολλές
Κι αναλαμπές
Ήχος γλυκός
Εκεί που γυρίζει
Τεντώνομαι πάνω στο κρεβάτι και νιώθω την δροσιά του σεντονιού. Από τις λεπτές χαραμάδες του παραθύρου εισβάλλουν δέσμες φωτός. Έχει ξημερώσει. Μπορώ κι ακούω τους γονείς μου που συζητούν, έχουν σηκωθεί, κάθονται στο τραπεζάκι της αυλής και πίνουν τον καφέ τους. Ακούω το σιγανό μουρμουρητό της φωνής τους αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τα λόγια τους. Αγουροξυπνημένος ακόμη, προσπαθώ να συγκεντρωθώ, να θυμηθώ τί όνειρο έβλεπα την νύχτα. Σίγουρα θα πρέπει να είναι το όνειρο που έβλεπα. Αυτό θα μου ενέπνευσε αυτούς τους στίχους. Μια εσωτερική μελωδία ίσως, που συνεχίστηκε και μετά το ξύπνημα της συνείδησης. Ένα μελωδικό ταξίδεμα της ψυχής, που η πλημμυρίδα του ύπνου έφερε μέχρι τα χείλη μου, που σάλεψαν σχεδόν από μόνα τους, σιγομουρμουρίζοντας…
Αλλά δεν θυμάμαι τίποτα. Κανένα όνειρο δεν έχει χαραχτεί στην μνήμη μου. Ούτε μια εικόνα, ούτε η παραμικρή αίσθηση που να μπορεί να σχετίζεται με όλα αυτά. Τί συνέβη λοιπόν… «Για να δώσει σχήμα και μορφή κάποιος σε αυτά τα πράγματα, στο πεδίο της τέχνης, πρέπει να αναζητήσει και να φέρει πίσω, εδώ μαζί του, ένα θαμπό τρόπαιο από εκείνο το βασίλειο των σκιών και των ψιθύρων… Γιατί, παρόλο που τα όνειρα είναι μέσα σε όλους μας, λίγα χέρια μπορούν να αρπάξουν τα αραχνοΰφαντα φτερά τους χωρίς να τα διαλύσουν… Από όνειρα κι οράματα πηγάζουν οι μεγαλύτερες δημιουργίες του ανθρώπου, γιατί δεν τα βαραίνει κανένας ζυγός και δεν τα κρατά καμιά αλυσίδα…», θυμάμαι τον Λάβκραφτ να γράφει αγουροξυπνημένος.
Κι όμως, δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα άλλο πια. Κι ύστερα ήρθε η σειρά του νου. Κι άρχισα να σκέφτομαι πως θα μπορούσα να συνεχίσω το παιχνίδι που μου κληροδότησε η νύχτα. Με ποιό τρόπο να συνεχίσω τους στίχους… Τί θα μπορούσε να λέει μετά το ποιηματάκι... Ήσυχος, μέσα στην ζεστή φωλιά του πατρικού σπιτιού, κάτω από τις γλυκιές αναλαμπές του καντηλιού στον τοίχο, δεν χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ…
Ανθρώπου λαλιά
Μήτε ματιά
Την σοφία γνωρίζει
Ίσως αυτά να είναι πράγματα που ξεφεύγουν από τις δεδομένες σκέψεις του φυσιολογικού ανθρώπου και τις κοινότυπες καθημερινές του υποθέσεις. Ίσως όχι. Δεν γνωρίζω. Μάλλον όλοι τα αισθανόμαστε, ο καθένας με τον δικό του τρόπο και στις δικές του στιγμές, όταν νιώθουμε, ξαφνικά, την συμμετοχή μας σε κάποιο ευρύτερο σχέδιο, λες και κάτι άλλο ‘‘τρέχει’’ ανάμεσά μας που μας ξεπερνά… Κι έτσι ολοκληρώνεται το ποιηματάκι…
Τρέχει ο Θεός
Όλος δροσερός
Την ζωή χαρίζει
Την ζωή χαρίζει
Μακριά ο γυαλός
Τρέχει κοφτός
Ο ποταμός
Τον μέσα τον δρόμο
*
Αχτίδες πολλές
Κι αναλαμπές
Ήχος γλυκός
Εκεί που γυρίζει
*
Ανθρώπου λαλιά
Μήτε ματιά
Την σοφία γνωρίζει
Ανθρώπου λαλιά
Μήτε ματιά
Την σοφία γνωρίζει
*
Τρέχει ο Θεός
Όλος δροσερός
Την ζωή χαρίζει
© Δημήτρης Αργασταράς