Ο Βούδας είπε ότι ο ωκεανός της δυστυχίας είναι απέραντος, αλλά μόλις επικεντρώνεστε στην μεταμόρφωσή της τότε αμέσως θα δείτε την ακτή…
Λέγεται συχνά ότι οι λέξεις δεν μπορούν να εκφράσουν τις σκέψεις πολύ καλά, ότι η αλήθεια έχει την συνήθεια να ξεφεύγει μέσα από τις διατυπώσεις του λόγου, όπως το νερό που ξεγλυστρά μέσα από την απόχη. Η βιωματική πηγή που γέννησε τις λέξεις κάτι χάνει από την ακρίβεια και την δύναμη της, κι ενώ προσπαθείς να μεταδώσεις το μήνυμά σου ρίχνοντας μια γέφυρα προς τους άλλους, για να βρεις κατανόηση κι ανακούφιση και παρηγοριά, την ίδια στιγμή ο λόγος παραμορφώνει κι αποξενώνει το ουσιαστικό περιεχόμενό του.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά θέματα στο οποίο μπορεί να ισχύει αυτή η ανεπάρκεια του λόγου θα έλεγα πως είναι εκείνο που κωδικά διατυπώνεται ως ''Σκοτεινή Νύχτα της Ψυχής'' (έτσι το ονόμασε στην προσπάθειά του να το μεταδώσει ο άγιος Ιωάννης του Σταυρού) ή ''Νυχτερινό Θαλασσινό Ταξίδι'' (όπως το είπε ο Γιούνγκ). Ανεπάρκεια του λόγου λοιπόν, ναι, ωστόσο, πρόκειται για μία αρκετά γοητευτική συζήτηση, οπότε αξίζει να αναφερθούμε λίγο σε αυτήν...
Η παραπάνω εισαγωγή φέρνει επίσης στον νου μου τους στίχους του ποιητή : «Η έλλειψη πείρας, πιστεύω / λίγη πίστη θα δώσει στο τραγούδι μου». Γιατί, για να μπορέσει να γίνει κατανοητό το θέμα και να γνωρίζουμε για ποιό πράγμα ακριβώς μιλάμε, θα πρέπει πρώτα να έχουμε κι εμείς περάσει την παρθενική μας ''Νύχτα της Ψυχής'', να έχουμε ανεμοδαρθεί στο ''θαλασσινό νυχτερινό ταξίδι'', και να έχουμε πάρει μια γεύση από τις διαστάσεις αυτών των πραγμάτων. Αλλά, τί λέτε, αυτοί που έχουν πάρει αυτήν την γεύση είναι στ’ αλήθεια τόσο μόνοι στο βίωμά τους όσο αισθάνονται ;
Η Σκοτεινή Νύχτα της Ψυχής στον Ωκεανό της Μεγάλης Θάλασσας, λοιπόν, με απλά λόγια, αναφέρεται στην απόλυτη διασάλευση του μέχρι πρότινος γνωστού μας κόσμου, είναι μια τρομερή μορφή κατάθλιψης και φόβου, αποπροσανατολισμού κι αγωνίας, όταν κάτι πολύτιμο κι ανεπανόρθωτο φαίνεται να έχει χαθεί, κι εμείς μόλις ξυπνάμε από ένα όνειρο, ξαφνικά κολλημένοι, μετέωροι, παγιδευμένοι ανάμεσα σε δύο κόσμους. Στον ‘‘παλιό καθημερινό κόσμο’’, με γνωστές και τακτοποιημένες καταστάσεις, συνήθειες και τρόπους συμπεριφοράς, και στον ‘‘νέο άγνωστο κόσμο’’, με αιφνίδια καινούριες συνθήκες, απόλυτη διασάλευση των δεδομένων, και νέες φαινομενικά ανυπέρβλητες απαιτήσεις. Είναι εκείνη η κατάσταση όπου κάτι έχεις αφήσει πίσω σου, κάτι σε έχει καλέσει μπροστά σου, κι εσύ έχεις σταθεί μετέωρος, αναποφάσιστος κι έντρομος...
Νιώθεις πως δεν ανήκεις πλέον στον παλιό σου κόσμο, αλλά ούτε και στον καινούριο που ξαφνικά ξανοίγεται μπροστά σου. Έτσι, σταματάς να ασχολείσαι με τα ‘‘κοινά εγκόσμια’’, ακόμα και με τον ίδιο σου τον εαυτό που τόσο ‘‘αγαπούσες’’ στο παρελθόν, και πέφτεις σε κατάθλιψη, γιατί έχεις χάσει πλέον τις παλιές σταθερές σου. Νιώθεις πως έχει έρθει ο καιρός για να πας επιτέλους προς το άγνωστο, αλλά δεν μπορείς να βρεις τον τρόπο. Σταματάς μετέωρος, λοιπόν, και σε πλήρη αγωνία, διότι νιώθεις πως δεν είσαι ικανός να κάνεις το επιπλέον βήμα. Όμως, η μεγάλη θάλασσα σε καλεί και το μεγάλο σου ταξίδι πρέπει να ξεκινήσει...
Για να γίνουν λίγο πιο χειροπιαστά όλα αυτά, θα χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα του Γιούνγκ. Συγκεκριμένα εκείνη την περίοδο όπου ο Γιούνγκ περνούσε την δική του κρίση, την δική του καμπή στην ζωή του. Ήταν η εποχή όπου οι θεωρητικές του διαφωνίες (η διευρυμένη έννοια της λίμπιντο, που ξέφευγε από τον περιορισμό της σεξουαλικότητας, η μελέτη του για τα αρχέτυπα και οι μυστικιστικές του διαθέσεις) είχαν οδηγήσει στην οριστική του ρήξη με τον Φρόιντ. Οι σχέσεις τους, που τα προηγούμενα χρόνια ήταν πολύ στενές, σχέσεις δάσκαλου-μαθητή και σχεδόν πατέρα-γιου, είχαν πλέον διαρραγεί ανεπιστρεπτί. Το αποτέλεσμα ήταν ο Γιούνγκ να εξοβελιστεί από τους επίσημους κόλπους της ψυχανάλυσης, να απομακρυνθεί από την προεδρία της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρίας (θέση που μέχρι τότε κατείχε κυρίως λόγω της εύνοιας του Φρόιντ) και να παραιτηθεί από την έδρα του στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης (κάτι για το οποίο δεν ήταν υποχρεωμένος, αλλά το έκανε μάλλον για λόγους ευθιξίας).
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά θέματα στο οποίο μπορεί να ισχύει αυτή η ανεπάρκεια του λόγου θα έλεγα πως είναι εκείνο που κωδικά διατυπώνεται ως ''Σκοτεινή Νύχτα της Ψυχής'' (έτσι το ονόμασε στην προσπάθειά του να το μεταδώσει ο άγιος Ιωάννης του Σταυρού) ή ''Νυχτερινό Θαλασσινό Ταξίδι'' (όπως το είπε ο Γιούνγκ). Ανεπάρκεια του λόγου λοιπόν, ναι, ωστόσο, πρόκειται για μία αρκετά γοητευτική συζήτηση, οπότε αξίζει να αναφερθούμε λίγο σε αυτήν...
Η παραπάνω εισαγωγή φέρνει επίσης στον νου μου τους στίχους του ποιητή : «Η έλλειψη πείρας, πιστεύω / λίγη πίστη θα δώσει στο τραγούδι μου». Γιατί, για να μπορέσει να γίνει κατανοητό το θέμα και να γνωρίζουμε για ποιό πράγμα ακριβώς μιλάμε, θα πρέπει πρώτα να έχουμε κι εμείς περάσει την παρθενική μας ''Νύχτα της Ψυχής'', να έχουμε ανεμοδαρθεί στο ''θαλασσινό νυχτερινό ταξίδι'', και να έχουμε πάρει μια γεύση από τις διαστάσεις αυτών των πραγμάτων. Αλλά, τί λέτε, αυτοί που έχουν πάρει αυτήν την γεύση είναι στ’ αλήθεια τόσο μόνοι στο βίωμά τους όσο αισθάνονται ;
Η Σκοτεινή Νύχτα της Ψυχής στον Ωκεανό της Μεγάλης Θάλασσας, λοιπόν, με απλά λόγια, αναφέρεται στην απόλυτη διασάλευση του μέχρι πρότινος γνωστού μας κόσμου, είναι μια τρομερή μορφή κατάθλιψης και φόβου, αποπροσανατολισμού κι αγωνίας, όταν κάτι πολύτιμο κι ανεπανόρθωτο φαίνεται να έχει χαθεί, κι εμείς μόλις ξυπνάμε από ένα όνειρο, ξαφνικά κολλημένοι, μετέωροι, παγιδευμένοι ανάμεσα σε δύο κόσμους. Στον ‘‘παλιό καθημερινό κόσμο’’, με γνωστές και τακτοποιημένες καταστάσεις, συνήθειες και τρόπους συμπεριφοράς, και στον ‘‘νέο άγνωστο κόσμο’’, με αιφνίδια καινούριες συνθήκες, απόλυτη διασάλευση των δεδομένων, και νέες φαινομενικά ανυπέρβλητες απαιτήσεις. Είναι εκείνη η κατάσταση όπου κάτι έχεις αφήσει πίσω σου, κάτι σε έχει καλέσει μπροστά σου, κι εσύ έχεις σταθεί μετέωρος, αναποφάσιστος κι έντρομος...
Νιώθεις πως δεν ανήκεις πλέον στον παλιό σου κόσμο, αλλά ούτε και στον καινούριο που ξαφνικά ξανοίγεται μπροστά σου. Έτσι, σταματάς να ασχολείσαι με τα ‘‘κοινά εγκόσμια’’, ακόμα και με τον ίδιο σου τον εαυτό που τόσο ‘‘αγαπούσες’’ στο παρελθόν, και πέφτεις σε κατάθλιψη, γιατί έχεις χάσει πλέον τις παλιές σταθερές σου. Νιώθεις πως έχει έρθει ο καιρός για να πας επιτέλους προς το άγνωστο, αλλά δεν μπορείς να βρεις τον τρόπο. Σταματάς μετέωρος, λοιπόν, και σε πλήρη αγωνία, διότι νιώθεις πως δεν είσαι ικανός να κάνεις το επιπλέον βήμα. Όμως, η μεγάλη θάλασσα σε καλεί και το μεγάλο σου ταξίδι πρέπει να ξεκινήσει...
Για να γίνουν λίγο πιο χειροπιαστά όλα αυτά, θα χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα του Γιούνγκ. Συγκεκριμένα εκείνη την περίοδο όπου ο Γιούνγκ περνούσε την δική του κρίση, την δική του καμπή στην ζωή του. Ήταν η εποχή όπου οι θεωρητικές του διαφωνίες (η διευρυμένη έννοια της λίμπιντο, που ξέφευγε από τον περιορισμό της σεξουαλικότητας, η μελέτη του για τα αρχέτυπα και οι μυστικιστικές του διαθέσεις) είχαν οδηγήσει στην οριστική του ρήξη με τον Φρόιντ. Οι σχέσεις τους, που τα προηγούμενα χρόνια ήταν πολύ στενές, σχέσεις δάσκαλου-μαθητή και σχεδόν πατέρα-γιου, είχαν πλέον διαρραγεί ανεπιστρεπτί. Το αποτέλεσμα ήταν ο Γιούνγκ να εξοβελιστεί από τους επίσημους κόλπους της ψυχανάλυσης, να απομακρυνθεί από την προεδρία της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρίας (θέση που μέχρι τότε κατείχε κυρίως λόγω της εύνοιας του Φρόιντ) και να παραιτηθεί από την έδρα του στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης (κάτι για το οποίο δεν ήταν υποχρεωμένος, αλλά το έκανε μάλλον για λόγους ευθιξίας).
Για αυτήν την δύσκολη περίοδο της ζωής του, κατά την οποία έμεινε μόνο με το προσωπικό του ιατρείο και τους ασθενείς του, αναφέρει ο ίδιος : «Αισθανόμουν μετέωρος, γιατί δεν είχα ακόμη βρει τον βηματισμό μου. Πάνω απ’ όλα θεωρούσα απαραίτητο να αναπτύξω μία νέα συμπεριφορά απέναντι στους ασθενείς μου». Οι έννοιες του αρχέτυπου και του συλλογικού ασυνειδήτου, πάνω στις οποίες θα στήριζε περισσότερο τις δικές του ιδέες, δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμη πλήρως κι ο Γιούνγκ καλούνταν να ξεκινήσει πάλι από την αρχή, μόνος του και χωρίς καμία υποστήριξη αυτή την φορά.
Τότε ανακαλύπτει την ποιητική φράση «νυχτερινό θαλασσινό ταξίδι», που φαίνεται να σχετίζεται με την Οδύσσεια του Ομήρου και την Ραψωδία της Νεκυίας, η οποία περιγράφει το ταξίδι του Οδυσσέα στις αλλόκοσμες ακτές του βασιλείου του Άδη. Εκεί, για να μπορέσει να συνεχίσει το ταξίδι του, ο ομηρικός ήρωας θα πρέπει να πάρει ένα μήνυμα από τον μάντη Κάλχα, αλλά για να τον συναντήσει θα πρέπει να κατέβει ζωντανός στον Άδη και να ανέλθει πάλι επάνω. Κι όπως ο ίδιος αφηγείται στους Φαίακες για την κατάσταση του πλοίου του κατά το ταξίδι «τα πανιά ήταν τεντωμένα».
Ο Γιούνγκ δεν άργησε να παρατηρήσει πως το «νυχτερινό θαλασσινό ταξίδι της ψυχής» ήταν γνωστό και σε πολλές άλλες μυθολογίες, πράγμα που ενίσχυε και τις δικές του πεποιθήσεις, καθώς υποδήλωνε ότι εμπεριέχει αρχετυπικά χαρακτηριστικά, κοινά σε όλη την ανθρωπότητα. Τί είναι όμως αυτά τα αρχετυπικά χαρακτηριστικά ; Όπως αναφέρει ο Γιούνγκ συνοπτικά : «Πολλές φορές αναρωτήθηκα από πού προήλθαν αυτές οι αρχέγονες εικόνες. Νομίζω πως ο μόνος τρόπος για να εξηγήσει κανείς την προέλευσή τους είναι η υπόθεση ότι αποτελούν καταστάλαγμα των εμπειριών της ανθρωπότητας που επαναλαμβάνονται διαρκώς μέσα στους αιώνες. Μία από τις πιο συνηθισμένες και εντυπωσιακές εμπειρίες είναι η καθημερινή φαινομενική τροχιά του ήλιου. Έτσι βρίσκουμε τον μύθο του ήλιου σε όλες τις απειράριθμες παραλλαγές. Αυτός ο μύθος σχηματίζει το ηλιακό αρχέτυπο. Το ίδιο ισχύει επίσης και για τις φάσεις της σελήνης. Κατόπιν τούτου ό,τι κατασταλάζει στο ασυνείδητο φαίνεται πως είναι αποκλειστικά και μόνο μια υποκειμενική, φανταστική παράσταση που προκάλεσε η φυσική λειτουργία…»
Το "μυστηριώδες" ταξίδι του Ήλιου – πιθανότατα του πρώτου θεού που λάτρεψαν οι άνθρωποι – έτσι όπως το παρατήρησαν σχηματίζει το ‘‘ηλιακό αρχέτυπο’’ : «όπως ο ήλιος, μέρα με την μέρα, καταβροχθίζεται από την δύση για να ξεκινήσει το νυχτερινό του ταξίδι στην μήτρα της κοσμικής μητέρας, στον Ωκεανό, προτού ξαναπροβάλλει στην ανατολή αναγεννημένος, την ίδια πορεία ακολουθεί και ο θεός του ήλιου, η αρχέγονη φιγούρα του ηλιακού ήρωα, που δέχεται να καταβροχθιστεί από το πεπρωμένο του, για να βιώσει την αναγέννηση και την ανάσταση».
Σε σχέση με την ‘‘Νύχτα της Ψυχής’’, στην οποία αναφερόμαστε, θα μπορούσε να πούμε πως εδώ δεν συναντάμε μόνο ένα πρωτογενές μοτίβο της ανθρωπότητας αλλά και του ίδιου του ατόμου. Υπάρχει ένα «νεκρό σημείο», από το οποίο πρέπει κανείς να περάσει με το δικό του τρόπο. Κι η αλήθεια είναι ότι κάθε άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με αυτό το πρόβλημα. Είναι μέσα στην πορεία της ύπαρξής του, που έχει το συνήθειο να χτίζει γύρω της ψευδαισθήσεις, να απαιτήσει κάποια στιγμή να τις ξεπεράσει περνώντας μέσα από ένα μυητικό στάδιο ωρίμανσης. Λίγοι όμως είναι πλασμένοι για να το βιώσουν αυτό με πλήρη συνείδηση.
Ο Γιούνγκ αναφέρει χαρακτηριστικά : «Μόνο εκείνος που δέχτηκε την διαδικασία του μυστικού θανάτου, που ταξίδεψε την ψυχή του στην άλλη πλευρά και άντεξε το αρμένισμα στην νυχτερινή θάλασσα («καταδύθηκε στο βασίλειο των νεκρών»), μπορεί να σταθεί μπροστά στους συνανθρώπους του με αυτήν την εμπειρία, ως αλλαγμένος, ακόμα και σαν "καινούριος άνθρωπος", και να τους φέρει την γνώση της νέας ζωής…»
Ο Έρμαν Έσσε είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς που προχώρησε το έργο του μέσα από την προσωπική του κρίση. Γιος ενός αυστηρού ιεραπόστολου, προοριζόταν αρχικά κι ο ίδιος για μια ανάλογη σταδιοδρομία. Έτσι, σπουδάζει στο Λατινικό Σχολείο κι αργότερα ακολουθεί εκπαίδευση στους Ευαγγελικούς Θεολόγους στο μοναστήρι του Μάουλμπρον, στο οποίο όμως θα αντέξει μόλις επτά μήνες. Θα δραπετεύσει και θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει, σώζεται όμως και στέλνεται σε νευρολογική κλινική για θεραπεία. Ακολουθούν ορισμένα ήρεμα χρόνια, δουλεύει ως υπάλληλος σε βιβλιοπωλεία, παντρεύεται κι αρχίζει να γράφει τα πρώτα του βιβλία. Κι έπειτα πάλι, ο θάνατος του πατέρα του, η επερχόμενη σχιζοφρένεια της γυναίκας του κι η αρρώστια του γιου του είναι χτυπήματα που θα τον οδηγήσουν σε νευρικό κλονισμό. Τελικά, ακολουθεί ψυχοθεραπεία στο σανατόριο της Λουκέρνης, όπου έρχεται σε επαφή με το έργο του Γιούνγκ, του οποίου δέχεται την ισχυρή επίδραση.
Έκτοτε στα έργα του ο Έσσε θα υιοθετήσει και θα επεξεργαστεί πολλές από τις απόψεις του Γιούνγκ (στα ‘‘Ντέμιαν’’, ‘‘Σιντάρτα’’, ‘‘Ο Λύκος της Στέπας’’, κ.α.). Ο άνθρωπος που αναζητά την πραγματική του ταυτότητα και επιδιώκει την αυτογνωσία, που αυτοβασανιζόμενος ξεπερνά τις ψευδαισθήσεις για να οδηγηθεί σε μία καλύτερη κατάσταση φώτισης, θα είναι εκείνος που κατεξοχήν θα επιλέξει να δραματοποιήσει. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον ‘‘Λύκο της Στέπας’’ σχετικά με αυτήν την οδυνηρή πορεία του ανθρώπου μέσα από την ‘‘Νύχτα της Ψυχής’’ :
«Αλίμονο ! Αυτή η μεταμόρφωση δεν μου ήταν άγνωστη. Την είχα κιόλας υποστεί αρκετές φορές και πάντα σε περιόδους απέραντης απόγνωσης. Κάθε φορά που δοκίμαζα αυτήν την φοβερή εμπειρία, μια εμπειρία που με συγκλόνιζε μέχρι τις ρίζες της ύπαρξής μου, ο εαυτός μου γινόταν κομμάτια. Κάθε φορά, βαθιά φωλιασμένες δυνάμεις τον συντάραζαν και τον συνέτριβαν. Κάθε φορά, ένιωθα να χάνω πολύτιμα κι αγαπημένα κομμάτια της ζωής μου, που έπαυαν πια να υπάρχουν για μένα.
»Κάποτε έχασα την δουλειά μου, το μέσο για να κερδίζω το ψωμί μου, και την εκτίμηση των ανθρώπων που πρωτύτερα μου έβγαζαν το καπέλο. Μετά, η οικογενειακή μου ζωή έγινε συντρίμμια μέσα σε μία νύχτα, όταν η γυναίκα μου, που το μυαλό της είχε σαλέψει, με ανάγκασε να φύγω από το σπιτικό μας. Η αγάπη και η εμπιστοσύνη χάθηκαν… Τότε ήταν που άρχισε η περίοδος της μοναξιάς μου. Χρόνια πέρασαν έτσι, με πίκρες και με βάσανα. Έφτιαξα το ιδανικό μιας καινούριας ζωής, εμπνευσμένης από τον ασκητισμό του πνεύματος… Κι αυτό το καλούπι όμως έσπασε μ’ ένα χτύπημα κι έχασε κάθε ευγενική και εξυψωτική του πρόθεση. Κάποιο κύμα του ταξιδιού αυτού με άρπαξε και με ξανάριξε στην γη – καινούρια βάσανα μαζεύτηκαν και καινούριες ενοχές.
»Κάθε φορά που ένα προσωπείο έπεφτε κι ένα ιδανικό γκρεμιζόταν, ακολουθούσε ένα μισητό κενό, ένα άδειασμα, ένας θανάσιμος περιορισμός, κι ένιωθα να φυλακίζομαι σε μια ανώφελη φυλακή δίχως αγάπη. Είναι αλήθεια, όμως, πως κάθε φορά που η ζωή μου συγκλονιζόταν με αυτόν τον τρόπο στο τέλος κάτι κέρδιζα – κέρδιζα σε ελευθερία, σε πνευματική ανάπτυξη και βάθος… Ναι, είναι αλήθεια πως στην πορεία όλων αυτών των μεταμορφώσεων είχα πραγματοποιήσει κάποιο αθέατο κι ανυπολόγιστο κέρδος, έπρεπε, όμως, αλίμονο, να το πληρώσω ακριβά… Ω, ναι, είχα ζήσει εκείνες τις αλλαγές, όλες εκείνες τις μεταβατικές εμπειρίες που η μοίρα φυλάει για τα δύσκολα και ιδιότροπα παιδιά της».
Ως ένας από τους πρώτους αναγνώστες του ‘‘Ντέμιαν’’, ουσιαστικά του πρώτου σε αυτήν την καινούρια σειρά έργων, ο Γιούνγκ θα γράψει στον Έσσε : «Το έργο σου με συγκίνησε σαν το φως ενός φάρου σε μια τρικυμιώδη νύχτα»…
«Ο κόκκος του σίτου πρέπει να θαφτεί στο χώμα και να πεθάνει, προκειμένου να καρποφορήσει» αναφέρουν οι μυστικιστικές παραδόσεις.
Σχεδόν σε κάθε πνευματική πορεία, εσωτερική παράδοση και θρησκεία, αναφέρεται το ίδιο μοτίβο της υπέρβασης του ‘‘παλιού κόσμου’’ μέσα από μία σκοτεινή δοκιμασία προς τον ‘‘νέο κόσμο’’ του φωτός και της αναγέννησης. Στον Χριστιανισμό, ο Ιησούς λέει πως πρέπει κανείς να ξαναγεννηθεί άνωθεν μπαίνοντας ξανά στην κοιλία της μητρός του, ενώ ο ίδιος γίνεται το υπέρτατο σύμβολο αυτής της πορείας μέσα από τα πάθη, την κάθοδο στον Άδη, και την ανάσταση. Στον Βουδισμό, ο ασκούμενος πρέπει να υπερβεί τον ‘‘τροχό της σαμσάρα’’, να καθαρίσει τον εαυτό του από το αρνητικό κάρμα των συνεχών μετενσαρκώσεων και να φτάσει στην Νιρβάνα. Και στην αρχαιότητα, κατά τα περίφημα Ελευσίνια Μυστήρια, ο μυούμενος έπρεπε να περιπλανηθεί στο σκοτάδι, να αντιμετωπίσει ποικίλες προκλήσεις και δοκιμασίες, να έρθει αντιμέτωπος με τον φόβο και την μοναξιά του εαυτού του, ώστε εξουθενωμένος πια ν’ αντικρίσει ξανά το φως, και να βγει ανακαινισμένος σε μια καινούρια ζωή.
Το μήνυμα σε κάθε περίπτωση είναι το ίδιο : Ο άνθρωπος ζει μέσα σε μία ψευδαίσθηση αλλά είναι δυνατόν να αναγεννηθεί. Για να επιτευχθεί όμως αυτό θα πρέπει πρώτα να ‘‘πεθάνει’’, και για να πεθάνει πρέπει να ‘‘ξυπνήσει’’ από την τωρινή του κατάσταση. Τί μπορεί να σημαίνει αυτό για τον σημερινό καθημερινό άνθρωπο ;
Πολύ απλά ότι ο άνθρωπος καλείται να ‘‘πεθάνει’’ σε σχέση με τον παλιό εαυτό του, να απελευθερωθεί από τις χιλιάδες προσκολλήσεις, ταυτίσεις, αρνητικότητες και ψευδαισθήσεις, που τον κρατούν στην θέση που βρίσκεται σήμερα και την οποία κι ο ίδιος αναγνωρίζει ως όχι την καλύτερη δυνατή. Αλλά, για να επιτευχθεί αυτή η αλλαγή, απαιτείται εκείνη η εσωτερική φωτιά που δημιουργείται με την τριβή, η οποία με την σειρά της δημιουργείται μέσα στον άνθρωπο από την εσωτερική του πάλη. Απαιτείται, λοιπόν, το ξεβόλεμα και η δοκιμασία, απαιτείται να ‘‘βγούμε έξω’’ από τον εαυτό μας για να αντικρίσουμε την κατάστασή μας από μια καινούρια θέση.
Ωστόσο, το μήνυμα που μας μεταφέρεται είναι τελικά αισιόδοξο, καθώς είναι ένα μήνυμα υπέρ της ουσιαστικής ανάπτυξης του ανθρώπου, που μας λέει πως η ατομική εξέλιξη μπορεί να επιτευχθεί, η αναγέννηση και η ουσιαστική θέαση των πραγμάτων είναι δυνατή, αρκεί ο άνθρωπος να μην φοβηθεί την σκληρή δοκιμασία, αρκεί ν’ αρχίσει να αντιμετωπίζει με κάποια ειλικρίνεια τον εαυτό του, και να αντιληφθεί πως για αυτήν την πορεία ίσως χρειαστεί να περάσει μέσα από την σκοτεινή νύχτα της ψυχής…
υγ: σχετικά με το θέμα αναζητήστε τα βιβλία 1. ''Η σκοτεινή νύχτα της ψυχής'', άγιος Ιωάννης του Σταυρού, εκδόσεις Ιάμβλιχος, 2. ''Κάρλ Γιούνκ, η ζωή και τοπ έργο του'', Gerhard Wehr, εκδόσεις Αρχέτυπο, 3. ''Ο Λύκος της Στέππας'', Έρμαν Έσσε, εκδόσεις Καστανιώτης.