Αρχικά με έκπληξη και κατόπιν με ενθουσιασμό, έμαθα για την ύπαρξη μιας ομάδας νέων ατόμων στην μακρινή πόλη των Ιωαννίνων που εκδίδουν, κάθε τρεις μήνες, ένα πολύ ενδιαφέρον free-press λογοτεχνικό περιοδικό. Το ‘‘αντί x λόγου’’ περιλαμβάνει διηγήματα, άρθρα, κινηματογραφικές και λογοτεχνικές παρουσιάσεις και, με τιράζ 1000 τευχών, κυκλοφορεί σχεδόν σε κάθε σημείο της πόλης. Πρωτεργάτης του εγχειρήματος είναι ο Ευάγγελος Ευθυμίου, ένας νέος άνθρωπος με αγάπη για την λογοτεχνία και, κυρίως, για το είδος του φανταστικού.

Έτσι, όταν πριν από λίγο καιρό δέχτηκα την πρόσκληση του Βαγγέλη να συμμετάσχω με κείμενό μου σε κάποιο επόμενο τεύχος (άλλωστε το περιοδικό απευθύνει ανοιχτή πρόσκληση σε όλους όσους θα ήθελαν να αυξήσουν την παρέα του), δέχτηκα με χαρά. Πριν από λίγες μέρες, λοιπόν, κυκλοφόρησε το 9ο τεύχος του ‘‘αντί x λόγου’’, επιβεβαιώνοντας την καλή του παράδοση στην ποιότητα της ύλης και την αρτιότητα του περιεχομένου. Τα τεύχη του περιοδικού μπορείτε να τα διαβάσετε ηλεκτρονικά και σε αυτή την
σελίδα.

Το θέμα για το οποίο θα έγραφα ήθελα να είναι κάτι χρήσιμο, σχετικά ευχάριστο (προσπάθησα) και ουσιαστικό. Έτσι, κατέληξα σε ένα ζήτημα λίγο-πολύ ακόμη ταμπού : την ελληνική φανταστική λογοτεχνία. Το γεγονός ότι οι Έλληνες διαβάζουν λίγο είναι κάτι που μάλλον επιβεβαιώνεται σταθερά, και ένα ακόμη βασικό ερώτημα είναι τί διαβάζουν όταν αποφασίζουν να επιλέξουν κάποιο βιβλίο. Χωρίς να έχω καμία διάθεση για υποδείξεις, η σχετικά μικρή μου εμπειρία μού λέει ότι πολλοί αξιόλογοι τίτλοι χάνονται μέσα στον σωρό ή δεν κερδίζουν την προσοχή που θα άξιζαν. Συνήθως επικρατούν ευκολίες, προκαταλήψεις ή παρανοήσεις, και έτσι νομίζουμε πως κάποια πράγματα ‘‘δεν υπάρχουν’’, ενώ αν ψάξουμε λίγο θα τα βρούμε εκεί, μπροστά στα μάτια μας. Οι συγγραφείς και οι τίτλοι που αναφέρω στο κείμενο είναι ενδεικτικοί και σίγουρα λιγότεροι απ’ όσους ακόμη θα μπορούσαν να αναφερθούν.



Οι αναγνώστες της φανταστικής λογοτεχνίας είναι σχετικά λίγοι – ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε εκείνους τους τρομερούς αριθμούς που αγγίζουν συνήθως τα βιβλία της λεγόμενης ‘‘γυναικείας’’ ή ‘‘ροζ’’ λογοτεχνίας – αλλά είναι πιστοί. Κι αυτό μου θυμίζει λίγο τα λόγια του Λάβκραφτ, δύο αιώνες περίπου πριν, πως «είναι ένας στενός πλην ουσιώδης κλάδος ανθρώπινης έκφρασης που πάντα θα αρέσει, κυρίως σε ένα περιορισμένο ακροατήριο με έντονες ειδικές ευαισθησίες». Επίσης, αυτός ο ‘‘στενός κλάδος’’ της ανθρώπινης έκφρασης είναι πανανθρώπινος, δεν περιορίζεται σε κάποια εποχή, ούτε σε κάποια χώρα, αλλά γνωρίζει σημαντικούς θιασώτες και δημιουργούς σε πολλές περιοχές, σε κάθε εποχή.

Ωστόσο, ως αναγνώστης που του αρέσει το φανταστικό, συναντώ συχνά μια άποψη που πραγματικά με θλίβει και με προβληματίζει. «Διαβάζω μόνο φανταστική λογοτεχνία αλλά όχι Έλληνες συγγραφείς. Αν πρόκειται να αγοράσω κάτι, αυτό θα είναι αποκλειστικά ξένος τίτλος. Οι Έλληνες δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά στο φανταστικό». Δεν είναι λίγες οι φορές που το έχω ακούσει αυτό από αναγνώστες που πραγματικά αγαπούν την φανταστική λογοτεχνία. Όμως, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που παρακολουθώ πιο στενά την εγχώρια παραγωγή, έχω εντυπωσιαστεί από το πόσο λάθος μπορεί να είναι αυτή η γνώμη, έχω εντυπωσιαστεί από τα επιτεύγματα Ελλήνων συγγραφέων στο είδος του φανταστικού. 


Σε όσους θα βιάζονταν να προβάλλουν αντιρρήσεις, θα τους πρότεινα καταρχάς την πραγματικά μνημειακή και πρωτότυπη ανθολογία του Μάκη Πανώριου ‘‘Το Ελληνικό Φανταστικό Διήγημα’’, το οποίο μετρά πέντε τόμους και περιλαμβάνει φανταστικές ιστορίες από τα πρώτα μεταβυζαντινά χρόνια μέχρι τις μέρες μας. Όλοι οι συγγραφείς είναι Έλληνες και αν όχι σε όλα, τουλάχιστον στα περισσότερα, μπορούμε να συναντήσουμε διηγήματα πραγματικά πρωτότυπα, δυνατά και όμορφα, γραμμένα με γλώσσα μοναδική και με συλλήψεις που ξαφνιάζουν. Αλλά είπαμε να σταθούμε στο σήμερα, και ένα πραγματικά καλό παράδειγμα γι’ αυτό είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του Πανώριου ‘‘Η σιωπή στο τέλος του δρόμου’’. Το πήρα πριν από λίγο καιρό, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, χωρίς να ξέρω τί ακριβώς να περιμένω αλλά το αποτέλεσμα με ευχαρίστησε σε βαθμό ενθουσιασμού. Με απαράμιλλη ικανότητα, ο Πανώριος συνδυάζει το καφκικό σύμπαν και τις λαβκραφτικές αναφορές, την θεατρική μαγεία και την επιστημονική φαντασία, αναπλάθοντας δημιουργικά αυτά που για μένα αποτελούν μερικές από τις καλύτερες στιγμές ενός γραπτού κειμένου.

Επίσης, θα μπορούσα να θυμηθώ τις ευχάριστες ώρες που πέρασα το περασμένο καλοκαίρι διαβάζοντας την ‘‘Νύχτα της λευκής παπαρούνας’’ του Κωνσταντίνου Μίσσιου. Είχε κυκλοφορήσει το 2007 αλλά δεν το είχα αγοράσει τότε και τρία χρόνια αργότερα οι ελπίδες μου να το πετύχω κάπου ήταν σχετικά αποδυναμωμένες. Ώσπου μια μέρα βρισκόμουν σ’ ένα βιβλιοπωλείο ατενίζοντας αδιάφορα τα ράφια, όταν το είδα ξαφνικά να ξεπροβάλλει, κάτω-κάτω, σε ένα ράφι στο ύψος των παπουτσιών μου. Το σήκωσα και το πήρα. Και διαπίστωσα ότι όντως, αντλώντας το υλικό του από τους θρύλους της ελληνικής υπαίθρου κι αφομοιώνοντας κλασικά στοιχεία ιστοριών τρόμου και φαντασίας, ο Μίσσιος συνθέτει επιτυχημένα μια σκοτεινή συλλογή διηγημάτων. Δεν θυμόμουν να είχα ξαναδιαβάσει πιο καλογραμμένο κείμενο ελληνικού φανταστικού και σχεδόν εκείνη η ανάγνωση με απέτρεψε από την ιδέα ότι θα μπορούσε να γραφτεί οτιδήποτε άλλο σχετικό και να είναι καλύτερο.

Ευτυχώς όμως για τους αναγνώστες, πάντα υπάρχει μία επόμενη, ανανεωμένη κι απολαυστική, αναγνωστική εμπειρία. Το 2008 κυκλοφόρησαν οι δύο τόμοι από το ‘‘Βασίλειο της Αράχνης’’ του Γιάννη Πλιώτα, ο Μίσσιος επανεμφανίστηκε με το επικό μυθιστόρημα ‘‘Ο Λέκγουελ και οι ξεχασμένοι θεοί’’ κερδίζοντας θετικές εντυπώσεις, ενώ το φετινό ‘‘Κοράκι σε Άλικο Φόντο’’ συνιστά την εντυπωσιακή κι ελπιδοφόρα είσοδο ενός νέου συγγραφέα στο επικό fantasy.

Σε μια κατηγορία που προσωπικά προτιμώ περισσότερο, θα ξεχώριζα τα δύο τελευταία βιβλία του Νίκου Βλαντή, ‘‘WritersLand’’ και ‘‘Λήθη’’. Αυτό που μου αρέσει στον Βλαντή είναι ότι φλερτάρει με τους φανταστικούς κόσμους, τις εσωτερικές αγωνίες και την επιστημονική φαντασία με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο. Εκφράζει επίκαιρους προβληματισμούς που μας αφορούν άμεσα ενώ ταυτόχρονα καταφέρνει να ταξιδεύει τους αναγνώστες σε καθαρά δικής του έμπνευσης κόσμους, όπου με μαεστρία αναποδογυρίζει την αλήθεια με το ψέμα, το πραγματικό με το φανταστικό, το πεπερασμένο με το άυλο και το διαχρονικό. Επίσης, τα δύο τελευταία βιβλία του Δημήτρη Σωτάκη, ‘‘Ο άνθρωπος Καλαμπόκι’’ και ‘‘Το θαύμα της αναπνοής’’, αποτελούν σημαντικές συνεισφορές αφηγήσεων που αλλοιώνουν το συμπαγές της πραγματικότητας, αγγίζοντας το ευμετάβλητο της ψυχής.

Αλλά ας καταλήξω πριν γίνω κουραστικός. Ο αρχικός σκοπός μου δεν ήταν να δημιουργήσω μια λίστα με βιβλία Ελλήνων συγγραφέων του φανταστικού, αλλά να καταδείξω πως υπάρχει σήμερα αξιόλογη παραγωγή τέτοιων έργων. Είμαι βέβαιος πως, αν δεν είχατε ξανακούσει γι’ αυτά και επιλέξετε τώρα να διάβασετε κάποιο από τα παραπάνω, ανάλογα φυσικά με τα γούστα και τις αισθητικές προτιμήσεις του καθενός, θα μείνετε κάτι περισσότερο από ικανοποιημένοι. Όπως και σε πολλά άλλα πράγματα στην ζωή, έτσι και στην λογοτεχνία, που σε πείσμα της σύγχρονης πραγματικότητας συνεχίζει τον δύσβατο δρόμο της, αν αναζητήσετε αληθινά κάτι, θα το βρείτε. Δυσδιάκριτο στην αρχή αλλά φωτογενές γύρω από τα υπόλοιπα, εκείνο θα είναι πάντα εκεί και θα σας περιμένει…