«Ένα λουλούδι αόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ανάμεσα στους δύο αυτούς βράχους, όπου το λεν Άνθος του Γιαλού, αλλά μάτι δεν το βλέπει...»

Πριν από πολλά χρόνια, θυμάμαι, όταν διαβάζαμε όχι τόσο με την λογική αλλά μάλλον με το συναίσθημα, δηλαδή με εκείνο το βαθύτερο και ανερμήνευτο – και πολύ πιο εύπλαστο – κομμάτι του εαυτού μας, που όσο μικρότεροι ήμασταν τόσο ισχυρότερο ήταν – γιατί άραγε το χάσαμε μετά ; -, τότε, λοιπόν, είχα παρατηρήσει με έκπληξη ότι υπήρχαν δύο συγγραφείς που εμφάνιζαν αυτή την παράξενη ιδιότητα : καθώς τους διάβαζα, αισθανόμουν πως παρασυρόμουν στον κόσμο τους, έχανα την οικεία τριγύρω πραγματικότητα, και εισερχόμουν στο σύμπαν που ‘‘χτιζόταν’’ από τις λέξεις της αφήγησής τους. Αυτοί οι συγγραφείς δημιουργούσαν ένα ολογραφικό αφηγηματικό σύμπαν και με έβαζαν μέσα σε αυτό. Και οι δύο ήταν Έλληνες συγγραφείς – παίζει σημαντικό ρόλο και η γλώσσα, νομίζω, σε κάτι τέτοιο – ο ένας ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης και ο άλλος ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Με τον Καζαντζάκη η έκπληξη δεν ήταν και τόσο μεγάλη, είχαμε περάσει πολλά χρόνια μαζί, είχαμε μεγαλώσει μαζί.. Ο Παπαδιαμάντης, όμως, με οδήγησε πραγματικά, ωσάν αιφνίδια αποκάλυψη, στην συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος : είχα απορροφηθεί πλήρως από τον κόσμο του και έπρεπε να τραβηχτώ λίγο πίσω για να επιστρέψω πάλι…

Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον θάνατο του Σκιαθίτη συγγραφέα, αρκετές εκδηλώσεις έχουν ήδη γίνει και άλλες έχουν προγραμματιστεί. Με αυτήν την αφορμή – και με την ευχή ο Παπαδιαμάντης να συνεχίσει να διαβάζεται, να συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε τις ιστορίες του – προβαίνω στην συγκέντρωση των παρακάτω σκέψεων...

«Επάνω στον βράχο της ερήμου ακτής, από παλαιούς λησμονημένους χρόνους, ευρίσκετο κτισμένο το εξωκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας… Ο βοριάς μένεται και βρυχάται ανά το πέλαγος, το απλωμένο μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι ο βράχος υψώνει την πλάτη του γίγας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένο βαθιά στην γη, και το ερημοκκλήσι λευκόν και γλαρόν, ως φωλιά θαλασσαετού, στεφανώνει την κορφή του…»

«Την στιγμή εκείνην, ενώ έκαμα το πρώτο βήμα, ακούω σφοδρό πλατάγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το κύμα… Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνη του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα… Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα... Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρο επιπλέον εις το κύμα, ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...»

«Μόνος. Μόνος με τους λογισμούς μου, εις την διάκρισιν του κύματος, εις το έλεος του ανέμου και της τρικυμίας. Όταν έχει τις πληγήν, βαθειάν, κρυφήν, εις την θάλασσα πρέπει να πλέει, μόνος, ολομόναχος»

Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας παράξενος συγγραφέας. Καταρχήν, αυτό που αναμένεται να ξενίσει τον σύγχρονο αναγνώστη είναι η γλώσσα του, αλλά ο Παπαδιαμάντης δεν υπήρξε  ένας τυπολάτρης της καθαρεύουσας. Στην πραγματικότητα, στα κείμενά του αναμειγνύει τύπους της καθαρεύουσας με τύπους της δημοτικής, και χρησιμοποιεί συχνά δικές του λέξεις, κατασκευάζοντας έναν ατομικό κώδικα με σκοπό την κατάλληλη ατμόσφαιρα και την υποβολή, η οποία υπαγορεύεται από την ψυχική του διάθεση και την οποία θέλει να μεταδώσει και στον αναγνώστη. Ο Παπαδιαμάντης γράφει σχεδόν παίζοντας, αυτοσχεδιάζοντας, δοκιμάζοντας στην κυριολεξία εν θερμώ την αντοχή των παραδοσιακών του υλικών. Έτσι, ο Παπαδιαμάντης ανήκει σε εκείνους τους πεζογράφους-ποιητές που χρησιμοποιούν μια γλώσσα τελετουργική, απείθαρχη, φιλάρεσκη, μυστική και, κυρίως, εντελώς ατομική. Μια γλώσσα προορισμένη να δομίσει έναν κόσμο ολόκληρο και που φυσικά προσφέρεται – για όσους εκκεντρικούς – προς ατέρμονα εξερεύνηση.

Αλλά ο Παπαδιαμάντης είναι ένας ιδιαίτερος συγγραφέας και για έναν άλλο λόγο, ίσως πιο σημαντικό. Συνήθως κατατάσσεται με ευκολία στο είδος του ρεαλισμού, ακόμη περισσότερο της ηθογραφίας, ενώ στην πραγματικότητα κάνει / θέλει να κάνει κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Ο Παπαδιαμάντης ξεκινά από το οικείο, μια επαρχιακή πολίχνην, μερικούς ταπεινούς ανθρώπους, έναν ήσυχο δρομίσκο, για να κατευθυνθεί από εκεί προς το υπερβατικό, προς το θείο που υπάρχει πίσω από την φύση, προς το άχρονο και το μυσταγωγικό. Είναι από τους συγγραφείς εκείνους που παίρνουν το καθημερινό, το ταπεινό και το ασήμαντο, και το μεταμορφώνουν σε θαύμα. Έτσι, τα περισσότερα διηγήματά του μοιάζουν μάλλον με παραμύθια άλλων εποχών, όπου επικρατεί μια διαστολή του χρόνου και του χώρου, παρά με καθημερινές εξιστορήσεις.

Πώς κατασκευάζετα, όμως, το ανοίκειο στον Παπαδιαμάντη ; Κατά κύριο λόγο χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη την αρχαία και βιβλική παράδοση, τον λαϊκό πολιτισμό και τον φυσιοκρατικό μυστικισμό (οι περιγραφές του της φύσης αγγίζουν περισσότερο την αισθησιακή ποίηση παρά την ρεαλιστική απεικόνιση). Το ανοίκειο στον Παπαδιαμάντη έχει να κάνει με το ότι στα γραπτά του συνομιλεί με την αρχέγονη παράδοση, με το ότι ήταν ένας συγγραφέας που η παιδεία του συνιστούσε ένα ζωντανό φορτίο πολύ πιο ενδιαφέρον από την πεζή καθημερινότητα της εποχής του, μια παιδεία που τρεφόταν από την παραδοσιακή κοινότητα, όπου η θρησκεία, η τελετή, η μύηση, ο αρχαίος μύθος, ο καθημερινός μόχθος, η συνεύρεση με τη φύση, η προφορική σοφία, αποτελούσαν ακόμα ζώσες αξίες που εξασφάλιζαν το νόημα της ζωής. Ο Παπαδιαμάντης νοιαζόταν και αναζητούσε αυτό το νόημα.

O Παπαδιαμάντης, λοιπόν, έβλεπε τα κρυμμένα και τα αόρατα, και είχε την δύναμη στο έργο του να τέμνει την πραγματικότητα. Γιατί, τελικά, δεν αντικρίζει την πραγματικότητα με τα ‘‘σαρκικά του μάτια’’ αλλά με ένα βλέμμα εσωτερικό. Αν ήταν ζωγράφος σίγουρα δεν θα ήταν αναγεννησιακός, γιατί ποτέ δεν θα ζωγράφιζε τον κόσμο με την ατομική του όραση. Απεναντίας, έβλεπε, βίωνε και αισθανόταν τον κόσμο με όλες του τις αισθήσεις, και σιγά-σιγά τον μεταμόρφωνε μπολιάζοντάς τον με το ανέσπερο φως του οράματός του. Ο Παπαδιαμάντης γράφει δια του ‘‘έσω ανθρώπου’’ και ένα ποιητικό ασυνείδητο παρεμβαίνει και οδηγεί τα βήματά του. Είναι άραγε τώρα παράξενο που, σε πολλά από τα διηγήματά του, συναντάμε τον τρόμο, το όνειρο, την μαγεία, το μεταμορφωτικό ;

«Τα στοιχειά δεν τα εφοβείτο τόσον και ας την έλεγαν ελαφροΐσκιωτην, ή μάλλον δι’ αυτό την ωνόμαζαν ούτω, διότι όσα κι αν έβλεπε, δεν είχε φόβον. Αλλά ως προς τα μάγια όμως, το πράγμα διαφέρει. Κατ’ αρχάς εφοβείτο…»

«Μηστηριώδες θέλγητρον απέπνεε όλη η σεληνοφεγγής νυξ…»

«Τα άστρα, το έν μετά το άλλο, πίπτοντα, φευγαλέα, σβήνονται εις τον άνω βυθόν των ακατάλυπτων πραγμάτων…»

Ας κλείσουμε με μια-δυο μαρτυρίες για τον άνθρωπο Παπαδιαμάντη, έτσι όπως τον είδαν κάποιοι σύγχρονοί του. Ήταν άνθρωπος σεμνός, σχεδόν ντροπαλός, απομακρυσμένος και βαρύς. Κρατιόταν μακριά από την πολύ ανθρώπινη συνάφεια, όχι από περηφάνια ή ελιτισμό, αλλά μάλλον από δική του συστολή και αμηχανία ή μάλλον από απλή αδιαφορία για όλα αυτά που συνήθως απασχολούν τους ανθρώπους.

Ο Γεώργιος Φτέρης, που τον συνάντησε στην Δεξαμενή, το λογοτεχνικό στέκι που γνώρισε μεγάλες δόξες στις αρχές του 20ου αιώνα, περιγράφει : «Καθόταν μπροστά στο πέρα καφενείο, με την παρέα του, με άλλους λογοτέχνες γνωστούς. Είπαμε πως ο Παπαδιαμάντης καθόταν με την παρέα του. Δεν είναι ακριβές, παρά μόνο οπτικά, για το μάτι. Γιατί λίγο αν προσέχατε θα καταλαβαίνατε ότι καθόταν μοναχός, ολομόναχος, όπως πάντα, περισσότερο μάλιστα τότε, καθώς ένιωθε κι άλλους ολόγυρα… Η μορφή του είχε κάτι που δεν την αφήνει να γίνει σαφής, σαν να αντιδρά στην δική μας θέληση να την καταστήσουμε όσο γίνεται πιο συγκεκριμένη. Έχει μια αστάθεια όπως του ρευστού, που την κάνει, μόλις πάει να σχηματιστεί αμέσως να σπάζει, να διαλύεται, σαν τα πρόσωπα που σχεδιάζουμε με το δάχτυλο επάνω σε θολά χειμωνιάτικα τζάμια. Έτσι στο τέλος τον θυμόμαστε καθώς θυμάται κανένας τους ίσκιους, τις αχνές μορφές που περνάνε από παλιούς ξέθωρους καθρέπτες, όπως τα όνειρα».

Ενώ ο Στέφανος Στεφάνου στις φιλολογικές του αναμνήσεις αναφέρει : «Τα γένια του τσαλακωμένα. Τα μαλλιά τού αχτένιστα πάντοτε. Η φωνή του βραχνή, αδύνατη, χωρίς κανένα χρώμα. Το γέλιο του ήταν άγνωστο. Βαρύς, μονοκόμματος, σκυθρωπός. Μια μελαγχολία θανάτου επίεζε την ψυχή του. Μπορούσε να μείνει ώρες ολόκληρες, μέρες, βδομάδες, χωρίς να πει μια λέξη σε άνθρωπο. Κι όμως, πίσω από όλο τούτο το αποκρουστικό εξωτερικό, έκρυβε μια ψυχή αγνή, μια ψυχή μικρού παιδιού ! Άκακος, ήμερος, εύκολος, χωρίς αξιώσεις, χωρίς παραξενιές, χωρίς φιλοδοξίες, χωρίς εγωισμούς, σαν να μην είχε κι αυτός δικαιώματα στην ζωή…»

Πού να βρίσκεται τώρα ο Παπαδιαμάντης ; Νομίζω πως σίγουρα, όντας παρόν στον εσωτερικό κόσμο κάποιων ανθρώπων-αναγνωστών, βρίσκεται ακόμη, κάπου, κάπως, μέσα στον κόσμο μας. Άραγε θα ήταν τόσο παράξενο να φανταστούμε το φάσμα του να κυκλοφορεί ακόμη, κάποιες νύχτες, όταν ο κόσμος γίνεται πιο θολός και μελιχρός, στους δρόμους της Αθήνας ; Ένας Παπαδιαμάντης σκυφτός, που κυκλοφορεί στους δρόμους της Αθήνας, που επισκέπτεται διάφορα στέκια, που παρατηρεί τους ανθρώπους, σκέφτεται και γράφει. Έτσι κι αλλιώς, από πάντα του δεν διατηρούσε βαθύτερους δεσμούς, κρατούσε αποστάσεις. Έτσι και τώρα, ίσως να μπορεί κανείς να τον διακρίνει απόμακρα, μέσα απ’ την αχλύ του μύθου…